Και όταν, πρόσφατα, υποχώρησαν οι ξενοκίνητες κυβερνήσεις και οι βασιλιάδες, και ο Ελληνικός λαός αφέθηκε να αναπνεύσει τον αέρα της δηµοκρατίας, όχι µόνο βρέθηκε µε την υποχρέωση να κτίσει πάνω σε χαλάσµατα, αλλά – τραγικά – είχε χάσει την ικανότητα να κτίζει. Και πώς να µη χάσει την ικανότητα αυτή! Από νεογέννητο παιδί, έπαιρναν τον Έλληνα οι Εβραιοβυζαντινοί παπάδες και τον βάφτιζαν «δούλο» του Εβραιοβυζαντινού θεού (του θεού της «Παλαιάς» και της «Καινής» διαθήκης.) Και σαν µεγάλωνε λίγο, και άρχιζε να καταλαβαίνει, τον έκλειναν στο «κατηχητικό» και τον παρότρυναν να γυρίσει την πλάτη στον γύρω του κόσµο, και να ενδιαφέρεται µόνο για τον κόσµο των αγγέλων. Ο κόσµος της Γης, του έλεγαν – ο «προσωρινός» και «µάταιος» – ανήκει στον Καίσαρα και στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, οι οποίοι πήραν την εξουσία από τον Καίσαρα. Ο κόσµος ο δικός του, του υπόσχονταν, είναι ο «παράδεισος» στον ουρανό (ναι, λαγούς µε πετραχήλια στα σύννεφα). Και οι… αθεόφοβοι Βυζαντινοί, γέµισαν την Ελληνική γη µε εκκλησιές, για να προσεύχονται οι Έλληνες για… άφεση αµαρτιών, και για ευτυχία µετά… θάνατον.
Αναλυτικά, το µεγάλο πρόβληµα της Ελληνικής οικονοµίας συνίσταται, κυρίως, στην απουσία µιας ανθηρής, σύγχρονης βιοµηχανικής ανάπτυξης, η οποία όχι µόνο να ικανοποιεί τις ανάγκες τού Ελληνικού πληθυσµού, αλλά να συµβάλλει και στις εξαγωγές της χώρας. Έτσι, οι εισαγωγές µας σε βιοµηχανικά, κυρίως, αγαθά υπερβαίνουν κατά πολύ τις εξαγωγές µας, δηµιουργώντας ένα υπέρογκο και δυσβάστακτο έλλειµµα στο εµπορικό µας ισοζύγιο. Και αφού η γεωργική µας παραγωγή, η αλιεία, ο εµπορικός στόλος και ο τουρισµός µας, αδυνατούν να καλύψουν το έλλειµµα αυτό, αρχίζουµε να ζούµε µε δάνεια. Πρώτα, είναι τα δάνεια για να καλύψουµε το έλλειµµα, και στη συνέχεια επιπρόσθετα δάνεια για να αποπληρώσουµε τα πρώτα, και ούτω καθεξής… Και µετά µένουµε έκπληκτοι όταν οι ξένοι µάς δυσκολεύουν να δανειοδοτήσουν τη φτώχεια µας. Αλλά, αρκετά για προβλήµατα. Τώρα να µιλήσουµε και για λύση. Και υπάρχει η λύση.
Σύµφωνα µε ένα βιβλίο, το οποίο διδάσκεται στις µεταπτυχιακές σπουδές των κοινωνικών επιστηµών στα πανεπιστήµια, η βιοµηχανία, το κεφάλαιο και ο πλούτος γενικά, άρχισαν να εξαπλώνονται στις χώρες πού δέχτηκαν τη µεταρρυθµιστική θρησκευτική διδασκαλία τού John Calvin (Ιωάννης Καλβίνος, 1509-1564,) και κατά επέκταση στις χώρες των Διαµαρτυρόµενων Χριστιανών (Protestant Christians). Όπως τις Σκανδιναβικές χώρες, τη Γερµανία και την Αγγλία. Το βιβλίο αυτό έχει τίτλο, Η Ηθική των Διαµαρτυρόµενων και το Πνεύµα τού Καπιταλισµού (The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism,) και γράφτηκε από τον διάσηµο Γερµανό κοινωνιολόγο και επιστήµονα των πολιτικών επιστηµών, Max Weber (1864-1920).
Η θρησκευτική, µεταρρυθµιστική διδασκαλία τού Καλβίνου στηρίζεται στις έννοιες τού θείου προορισµού (predestination,) και τού θείου επαγγέλµατος (calling). Πάντα σύµφωνα µε τον Καλβίνο, η επίγεια ζωή τού κάθε ανθρώπου είναι όπως την προόρισε ο θεός και το επάγγελµα είναι θεϊκό καθήκον. Δηλαδή… η δουλειά είναι προσευχή, και η σκληρή δουλειά είναι η καλύτερη προσευχή! Και αυτές οι έννοιες – όπως καταλήγει ο Max Weber µε τις κοινωνιολογικές και ιστορικές έρευνες του – οδήγησαν τους οπαδούς τού Καλβίνου στο αγκάλιασµα της επίγειας ζωής και την ευσυνείδητη, σκληρή δουλειά, πράγµατα τα οποία µεταφράστηκαν σε υλικά αγαθά, χρυσό και κεφάλαιο – για επιπρόσθετες επιχειρήσεις και επιπρόσθετα υλικά αγαθά. Έκτισαν, δηλαδή, οι Προτεστάντες εργοστάσια δίπλα από τις εκκλησιές τους, και άρχισαν να απολαµβάνουν τον πλούτο τού επίγειου παράδεισου, τον οποίον απλόχερα τους χάρισε ο… θεός.
Σε αντίθεση µε τις χώρες των Διαµαρτυρόµενων χριστιανών, οι χώρες των Καθολικών έµειναν πιστές στη παραδοσιακή ερµηνεία των ιερών τους βιβλίων, όπου ο πλούτος και το εµπόριο θεωρούνται µαταιότητα – αν όχι αµαρτία. Είναι ευκολότερο, είπαν, για έναν κάµηλο να περάσει από τη τρύπα της βελόνης, παρά ένας πλούσιος να περάσει από τη πόρτα τού παράδεισου… Και δεν ξεχνούν να µας θυµίζουν τον µύθο τού πλούσιου πού απόκτησε τού κόσµου τα αγαθά και… έχασε τη ψυχή του. Επίσης, αν κάποιος φτωχός κατάφερνε να αποκτήσει δύο ιµάτια/χιτώνες, τον συµβούλευσαν να δώσει το ένα από αυτά στον µη έχοντα. Βέβαια, ποτέ δεν είπαν στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, στον Πάπα και στον Πατριάρχη – οι οποίοι είχαν, και έχουν, χιλιάδες ιµάτια, όπως επίσης έχουν την ιδιοκτησία της µισής, σχεδόν, Ελληνικής γης! – να δώσουν µερικά στους… µη έχοντες. Ναι, αφού οι αυτοκράτορες και οι πατριάρχες έγραψαν τα “ιερά” βιβλία – ούτε το χέρι τού θεού τα έγραψε, ούτε ο Ιησούς, ούτε το “άγιο” πνεύµα. Πρώτιστα, και πάνω από όλα, τα συµφέροντα των αυτοκρατόρων, των πατριαρχών και, γενικά, των κυβερνώντων
Αυτά πού έγραφε στις αρχές τού 20ου αιώνα ο Max Weber, τα βλέπουµε σήµερα, στις αρχές τού 21ου αιώνα, περισσότερο καθαρά. Οι χώρες των Προτεσταντών (οι Σκανδιναβικές χώρες, η Γερµανία, η Αγγλία, η Αµερική,) είναι βιοµηχανικά και οικονοµικά αναπτυγµένες, ενώ οι χώρες των Καθολικών (η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ιρλανδία), αγωνίζονται να επιβιώσουν. Ένα επιπρόσθετο παράδειγµα έχουµε εδώ στον Καναδά, όπου οι Προτεστάντες Αγγλοκαναδοί είναι, οικονοµικά, περισσότερο εύρωστοι από τους Καθολικούς Γαλλοκαναδούς. Βέβαια, σήµερα, ο συντελεστής της θρησκείας στην οικονοµία άρχισε να αδυνατίζει, αλλά οι χώρες των Διαµαρτυρόµενων Χριστιανών βρίσκονται ακόµα πολύ µπροστά, γιατί αναπτύχθηκαν πρώτες στις επιστήµες, τη τεχνολογία και τη βιοµηχανία.
Και τώρα, πιότερο συγκεκριµένα, στη δική µας περίπτωση. Οι Έλληνες ούτε Προτεστάντες είναι, ούτε Καθολικοί – είναι Ορθόδοξοι. Αν εξαιρέσουµε, όµως, τη διαφορά µας στον προσδιορισµό της “Αγίας Τριάδας”– δηλαδή αν ο Ιησούς είναι οµοούσιος και όχι οµοιούσιος µε τον θεό – όπως και την πολιτική διαµάχη µεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώµης, είµαστε αδέλφια µε τους Καθολικούς. Και οι δύο µας γυρίσαµε τη πλάτη στον επίγειο παράδεισο και ψάχνουµε για παράδεισο και ευδαιµονία στα σύννεφα – ναι, pie in the sky (µπακλαβάδες και κανταΐφια στον ουρανό)… Ναι, καιρός να αναβλέψουµε.
Όχι, δεν χρειάζεται να γίνουµε Διαµαρτυρόµενοι Χριστιανοί για να εξελιχθούµε βιοµηχανικά και, γενικά, οικονοµικά. Εµείς, σαν Έλληνες, έχουµε και δεύτερη εκλογή. Έχουµε τον Κλασσικό Πολιτισµό µας – την εποχή τού Περικλή, της δηµοκρατίας και της Ακρόπολης – ο οποίος, παρά τη περιορισµένη τεχνολογία της εποχής εκείνης, δηµιούργησε πλούτο, τέχνες, επιστήµες, δηµοκρατία, αθλητισµό – δηµιούργησε έναν ανθρώπινο παράδεισο – αν όχι… θεϊκό.
Οι δύο κατάρες του Ελληνισµού – οι ξενοκίνητες κυβερνήσεις και οι βασιλιάδες – έχουν πια εκλείψει. Τώρα µας απόµεινε η τρίτη κατάρα – η αποικιοκρατική δύναµη των Βυζαντινών, οι ρασοφόροι στρατιώτες τους, και οι σκοτεινές θρησκευτικές δοξασίες τους, µε τις οποίες µας αλυσόδεσαν και αποστράγγισαν την ενεργητικότητα και την εφευρετικότητα µας. Καιρός να στείλουµε τους Βυζαντινούς και τη θρησκεία τους πίσω στο Βυζάντιο, από όπου ξεκίνησαν. Βέβαια, τους απλούς και αποπλανηµένους παπάδες, θα τους κρατήσουµε, γιατί είναι και αυτοί Έλληνες – µονάχα θα τους ζητήσουµε δύο πράγµατα: 1) Να βγάλουν τα µαύρα ράσα – τα οποία έχουν κάµει και την Ελληνική ψυχή µαύρη – και να τα ρίξουν µέσα στη φωτιά, και 2) Να ανέβουν στην Ακρόπολη και να ζητήσουν συγνώµη από τον Περικλή, γιατί αρνήθηκαν την Ελληνική δηµοκρατία και ασπάσθηκαν την Εβραιοβυζαντινή… θεοκρατία. Και, τελικά, η Ελλάδα – σαν ξεφορτωθούµε και την Τρίτη αυτή κατάρα – θα είναι πραγµατικά ελεύθερη. Και σαν ελεύθεροι Έλληνες, θα χρησιµοποιήσουµε την ενεργητικότητα και την εφευρετικότητα µας, για να προφτάσουµε και, ακόµη, να ξεπεράσουµε, τους αναπτυγµένους Ευρωπαίους – και αντί να ζητιανεύουµε από αυτούς, θα τους κάµνουµε δάνεια εµείς!
Πιο κάτω, το ποιήµα µου, Η Βυζαντινή Βδέλλα, το οποίο είναι βασισµένο στα ανωτέρω γραφόµενα µου.
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΒΔΕΛΛΑ
Βυζαντινή κι’ Εβραϊκή
µια βδέλλα διψασµένη,
τους Έλληνες ορέχτηκε
κι’ όρµησε παθιασµένη.
Οληµερίς κι’ ολονυχτίς
το αίµα µας τραβούσε,
σκιάχτρα εµάς µάς έκαµε,
βασίλισσα αυτή ζούσε.
Εµείς πού δώσαµε το φως
σ’ όλη την οικουµένη,
µείναµε µ’ άδεια καρδιά
και τη φωτιά σβησµένη.
Οι δόξες όλες πίσω µας
κι’ η άβυσσος µπροστά µας,
κλαίει η ψυχή, πονά η καρδιά,
λιώνουν τα σωθικά µας.
Βυζαντινή κι’ Εβραϊκή
βδέλλα καταραµένη,
τα χέρια νά’ χα τού Ηρακλή
να σ’ άφηνα πνιγµένη.
Να ξανασάνει ο Έλληνας
να δει µια άσπρη µέρα,
ν’ ανοίξει τις φτερούγες του
στο φως και στον αγέρα.
του ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Β.Α, Μ.Α
από το Ελληνικός Δρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου