Οι εννιά στις δέκα πληροφορίες που κυκλοφορούν στο διδύκτιο είναι ψέμματα ή μισές αλήθειες. Η καταγραφή τους βοηθάει στον έλεγχο και στο ξεσκαρτάρισμα.

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Η κάθοδος των εξ εσπερίας νεογραικύλων


Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ

Οι Έλληνες, που έχουν ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα στις μεγάλες χώρες της Δύσης, για εργασία ή για σπουδές, και που επέστρεψαν στην πατρίδα, διακρίνονται, όπως πολύ σωστά περίγραψε ο Φ. Κόντογλου, σε δύο βασικές κατηγορίες αντίληψης και ελληνοθεωρίας, αν μου επιτραπεί ο νεολογισμός. Θα αναφερθώ, λοιπόν, και στις δύο και ξεκινώ με την πρώτη, επειδή την γνωρίζω καλύτερα.

Στην πρώτη κατηγορία, ανήκουν αυτοί οι Έλληνες, οι οποίοι περπατώντας στους δρόμους των μεγάλων πόλεων και των πρωτευουσών της εσπερίας, ανακαλύπτουν μπροστά τους σε κάθε βήμα, κάτι που τους θυμίζει Ελλάδα. Στα ωραία δημόσια κτίρια και στον κλασικό ρυθμό τους, στις ορολογίες των τεχνών και των επιστημών, στα μουσεία τους με τα λεηλατημένα σπαράγματα του κάλλους. Έρχονται αντιμέτωποι με την ληστρική αντίληψη, που κρύβει επιμελώς κάτω από την πέτσα του, ο επιδερμικός ευρωπαϊκός πολιτισμός και η ημιτελής εξημέρωσή του από την βαρβαρότητα. Σαν να μπορούσε ποτέ ο ακρωτηριασμός ενός πολιτισμού, να διατηρήσει ζωντανά, μακριά από το σώμα του, τα αποκοπέντα με βίαιο και βάνδαλο τρόπο μέλη του. Μόνο νεκροτόμοι και ταριχευτές θα είχαν μια τέτοια παράλογη και αποτρόπαια ιδέα. Να διακοσμήσουν δηλαδή τα μουσεία τους με σπαραγμένα τρόπαια, όπως άλλοι τα σαλόνια τους με ταριχευμένα πουλιά και ελάφια. Αυτόν τον παραλογισμό κρύβει η βαρβαρότητα του φραγκικού και του γοτθικού παρελθόντος και παρόντος. Αυτών, που άλλαξαν μεν τις γούνες τους με τα μοντέρνα ρούχα, αλλά, δυστυχώς, όχι και τα μυαλά τους.

Αυτοί οι Έλληνες, μπόρεσαν να εννοήσουν, τι ακριβώς σημαίνει ελληνικός πολιτισμός και τι «ευρωπαϊκός». Αισθάνθηκαν υπερήφανοι για αυτή τη μεγάλη αξία, που συνδέεται με το όνομα της πατρίδας. Κάποιοι από αυτούς μπορεί και να δάκρυσαν πληγωμένοι από την Ελλάδα, όπως και ο Σεφέρης στο γνωστό ποίημά του. Τόσο για το ένδοξο παρελθόν αυτού του έθνους, όσο και για τη σύγκριση με το θλιβερό παρόν του, που αποτελεί ένα ακόμη χαμηλό σημείο στη χρονική καμπύλη της ύπαρξης του.

Όμως, αυτοί οι Έλληνες δεν το έβαλαν κάτω, δεν απογοητεύτηκαν. Δε θαμπώθηκαν από τα αστραφτερά και πομπώδη επιτεύγματα της εσπερίας και από τα διαφωτιστικά εννοιολογήματα της. Αυτά, που έχουν μεν στη δομή τους πυρήνα ελληνικό, αλλά έχουν και μια απόλυτη παραμόρφωση στα αναπτύγματα τους.

Η διαπίστωση αυτών των Ελλήνων, ήταν αντίθετα τόσο αποκαλυπτική, ώστε τους έκανε να αγαπήσουν ακόμη περισσότερο την Ελλάδα. Γιατί γνώρισαν την αξία της μέσα από τα μάτια των ξένων. Των ξένων, που όταν κάποιος τους συστήνεται ως Έλλην, η αντίδραση τους αναλύεται επίσης σε δύο βασικές κατηγορίες. Στην πρώτη, αυτών που τον κοιτάζουν στριφνά και στη δεύτερη εκείνων που τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό και με συμπάθεια. Συνάντησα και τις δύο περιπτώσεις. Στους τελευταίους ανήκουν κυρίως οι πιο μορφωμένοι, αλλά και εδώ ευδοκιμεί ενίοτε ένας λανθάνων φθόνος, που οι πιο έξοχοι σοφοί τους, όπως ο Γκαίτε, ο Σίλερ και ο Νίτσε, κατεχόμενοι υπό πνεύματος ενθουσιασμού και ειλικρίνειας, τον έχουν κατά καιρούς ομολογήσει. Τότε, που ανακάλυπταν επιτέλους την Αισθητική….

Αυτοί είναι οι Έλληνες, που όταν επιστρέφουν στην πατρίδα, νιώθουν σαν να γυρίζουν στην αγκαλιά της πτωχής τους μάνας. Τη συμπονούν. Γνωρίζουν πια, ότι η αναγέννηση της ελληνικότητας, είναι ο μόνος ενδεδειγμένος δρόμος για την ορθή πορεία της εθνικής μας συλλογικότητας, μέσα από τους κινδύνους που εγκυμονεί το άναρχο τοπίο του σύγχρονου κόσμου. Αυτό τον δρόμο έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν. Για αυτόν το σκοπό έχουν αποφασίσει να παλέψουν. Εναντίον ενός κόσμου, που σαν άγρια θάλασσα αναδεύει τώρα τα αδηφάγα κύμματα του, έως κάτω στη μαύρη άβυσσο της λήθης, θέλοντας να καταπιεί ιστορικά έθνη, άτομα, μορφές και ιδέες, προκειμένου να γεννήσει το καινούργιο, το αποκύημα της Νέας Τάξης. Προσπαθούν να ανατάξουν οτιδήποτε ελληνικό με την ψυχή και με τις πράξεις, σε κάθε τομέα γνώσης και δραστηριότητας. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Από όλα, όσα σωστά, γνώρισαν στην εσπερία, συλλέγουν με διάκριση μόνο τα θετικά στοιχεία εκείνα που μπορούν να ενσωματωθούν στην ελληνικότητα τους.

Δεν επιστρέφουν με τη διάθεση της στείρας κριτικής και του αρνητισμού, αλλά για να καλλιεργήσουν κάθε τι καλό και ελληνικό, δίνοντας του μια σύγχρονη ανάπτυξη, μια νέα θέση στον 21ο αι. Αρκεί αυτή η αυθεντικότητα, που ακόμη εμφωλιάζει ασυνείδητα μέσα σε μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, και ειδικά στην περιφέρεια, να αποκαθαρεί από τα διάφορα επιζήμια πολιτισμικά επιχρίσματα του οθωμανικού παρελθόντος, αλλά και του τωρινού δυτικού μας μαϊμουδισμού. Όλα αυτά που την παραμορφώνουν και την εμποδίζουν να αφυπνιστεί. Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη κατηγορία των Ελλήνων, η πιο ολιγομελής, που επιστρέφουν στην Ελλάδα. Και αν αυτό, δεν αποτελεί παρά τον διακαή πόθο της επιδιώξης τους, δεν ξεχνούν ωστόσο τους Λαιστρυγόνες και τους εγχώριους Κύκλωπες, που μοιραία θα πρέπει να αντιμετωπίσουν.

Στην δεύτερη κατηγορία, ανήκουν οι έλληνες εκείνοι, που όταν επιστρέφουν από την Εσπερία, μια μόνο λέξη γνωρίζουν να λένε σε όλους τους τόνους και σε όλες τις περιστάσεις: «Κατεδάφιση!». Είναι εκείνοι, που όλα στραβά τα βλέπουν. Που το ένα τους μυρίζει και το άλλο τους βρωμάει. Μόνο και μόνο, επειδή κάτι είναι ελληνικό και βγαλμένο από την λαϊκή παράδοση, θέλουν να το εξαφανίσουν. Επιδιώκουν να τα γκρεμίσουν όλα, δίνοντας σε αντιπαροχή τη χώρα, για να έρθουν η «πρόοδος» και οι νέοι, εξ εσπερίας τρόποι. Να γίνουν επιτέλους και αυτοί ευρωπαίοι!

Πόσο παλαιοσύχρονοι, αλήθεια είμαστε! Όλα όσα συμβαίνουν, μοιάζουν να είναι παρμένα από 100 και πλέον χρόνια πίσω, κατευθείαν από του Σουρή τα στιχάκια, και του Παπαδιαμάντη τα διηγήματα. Τελικά, οι καρικατούρες των γραικύλων ποτέ δεν αλλάζουν!

Αυτοί οι έλληνες, έφαγαν λωτούς ευρωπαϊκούς και απολησμονήθηκαν. Διαφωτίστηκαν με ορθολογικές απόψεις και με ηθικές προτεσταντικές και έτσι περιφρόνησαν την ίδια τους τη μάνα και το γάλα που βύζαξαν. Μοιάζουν με αυτόν, που ξεκίνησε από τα χαμηλά και έφτασε κάποτε στα μεγάλα σαλόνια. Με κάποιον, που ντρέπεται για τη λαϊκή του μάνα και πώς να την παρουσιάσει στους υψηλούς του φίλους και στις μεγάλες του γνωριμίες. Θα προτιμούσε ίσως να μην ήταν καν παιδί της. Και ας ήταν αυτή η μάνα που του μαγείρευε, που του έπλενε τα ρούχα, που τον φρόντιζε στην αρρώστια του, για να ανέβει εκείνος τα σκαλιά, που τον οδήγησαν τελικά στα αξιώματα και στην πρόστυχη επιτυχία. Σαν ελληνική ταινία του 60’ μοιάζει, τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο, ειδικά στα σενάρια.

Μετά τις εσπερίες, η Ελλάδα τους φαίνεται τώρα παρακατιανή, την περιφρονούν, είναι η «Ψωροκώσταινα», το άλγος της Ευρώπης. Όλα τα μετρούν αυτοί με το μέτρο του εξορθολογισμού, που το διδάχτηκαν από τους προφεσόρους μεταποιητές του ελληνικού μέτρου. Εγκατέλειψαν τη βασιλική οδό της ελληνικής μεσότητας, για να ακολουθήσουν τις αδιέξοδες λεωφόρους της νέας τάξης. Τούτων η επιστροφή, ομοιάζει με την κάθοδο των εξ εσπερίας νεογραικύλων. Είναι, για την ακρίβεια, η εγχώρια γραικυλοφυλακή τους. Είναι οι κατεδαφιστές, οι φετιχιστές της αλλαγής, οι μεταπλάτες, οι επίορκοι δούρειοι ίπποι. Αυτοί που θέλουν να αλλάξουν την γλώσσα, τα ήθη τα έθιμα και τις παραδόσεις. Να αναθεωρήσουν την Ιστορία.

Αυτοί, που από χρόνια τώρα κατέλαβαν θέσεις και αξιώματα κυβερνητικά και πνευματικά στην «παράγκα». Αποκομμένοι από τους Έλληνες με Ε κεφαλαίο. Γραικύλοι, δηλαδή ελληνάκια, όπως λέει και το όνομα τους, που καμώνονται τους καμπόσους και όλο περιδιαβαίνουν με ύφος ανώτερης πνευματικής υπάρξεως, αναμεσής του λαουτζίκου, που αρνείται να ξεκολλήσει από τα «δικά του», όσες προσπάθειες και αν έχουν κάνει. Και τι θα πουν τώρα στα αφεντικά τους; Με πόσους ακόμη χαρακτηρισμούς θα μας φορτώσουν;

Θλιβεροί και για έναν ακόμη λόγο. Το σημαντικότερο. Οι γραικύλοι δεν χαίρουν της εκτιμήσεως ούτε των αφεντικών τους. Ο αφέντης δεν εκτιμά ποτέ τον υποτακτικό του. Τον χρησιμοποιεί, τον επαινεί και τον ανταμείβει, τον φοβίζει και τον τιμωρεί, τον έχει υπό έλεγχο, αλλά δεν τον εκτιμά ποτέ, δεν έχει το σεβασμό του. Είναι προσκυνημένος.

Οι ελεύθεροι Έλληνες, όμως, είναι που έχουν τη μεγάλη αξία. Αυτούς, ο αφέντης του γραικύλου, τους σέβεται, επειδή τους φοβάται. Τους εκτιμά, επειδή του αντιστέκονται. Άσχετα, αν δεν το λέει, είναι στη φύση του εχθρού να αναγνωρίζει τον αντίπαλο του.

Και τον έχει γνωρίσει πολύ καλά…από παλιά.

Πίνακας: Ν. Γύζης «Μάθημα Ιστορίας»

olympia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου