Οι εννιά στις δέκα πληροφορίες που κυκλοφορούν στο διδύκτιο είναι ψέμματα ή μισές αλήθειες. Η καταγραφή τους βοηθάει στον έλεγχο και στο ξεσκαρτάρισμα.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

ΒΛΑΧΟΙ = ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΜΕΝΟΙ - ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΟΙ




Βλάχοι





Το όνομα «Βλάχοι», κατά την επικρατέστερη άποψη (Τίτος – Λίβιος, Στράβων, Δημήτριος Γεωργακάς 1946, Εγκυκλ. Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα), προέρχεται από τον όρο «Ουάλκαι ή Volcae» των αρχαίων Γερμανών και αποδίδεται στους Κέλτες που κατοικούσαν στην Γαλατία και μιλούσαν την Λατινική. Οι μεσημβρινοί Γερμανοί ονόμασαν τους «εκλατινισμένους»(λατινόφωνους) Κέλτες που κατοικούσαν στη Γαλατία«Βάλλους», απ’ όπου προήλθε ο όρος «Βάλχ» ή «Βαλάχ» (Valax) κατά την προφορά των Γερμανών. Από τους Γερμανούς τον όρο τον πήραν οι Σλάβοι και τον έκαναν «Βλάχ» και από τους Σλάβους οι Βυζαντινοί Έλληνες και τον έκαναν «Βλάχος». Οι Γερμανοί που απλώνονταν από τα Βρετανικά νησιά έως τον Δούναβη, αποκαλούσαν τους Κέλτες υπηκόους του Ρωμαϊκού κράτους «Βάλχ» και «Βαλάχ», λόγω της«λατινοφωνίας» τους και η λέξη διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Στη Βρετανία εξελίσσεται σε «Ουαλός – Ουαλία», στο Βέλγιο «Βαλώνος - Βαλωνία», στη Γαλλία«Γκωλουά – Γκώλ» και στην Ελβετία «Βαλαισία». Στους Σλάβους (Δούναβη και χερσόνησο του Αίνου) καταλήγει σε «Βλάχ» και στην «Βυζαντινή Ελλάδα» σε «Βλάχος». Όπως είναι γνωστό οι περιοχές που κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους εποικίστηκαν συστηματικά με λεγεωνάριους και εκλατινίστηκαν. Ήδη από την εποχή του Πλουτάρχου, οι Ρωμαίοι άρχισαν να συγκροτούν επί τόπου στις Ελληνικές περιοχές τις τρομερές λεγεώνες, στρατεύοντας δια βίου τους επιχώριους ορεσίβιους Έλληνες. Οι κάτοικοι των περιοχών της Κεντρικής Ελλάδος, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, λόγω της μεγάλης φτώχειας τους, κατατάσσονταν στις Ρωμαϊκές λεγεώνες για 20 έως 30 χρόνια, όπου κατ’ ανάγκη μάθαιναν την λατινική γλώσσα ή τουλάχιστον μερικές λατινικές λέξεις. Όταν έληγε η θητεία τους στις λεγεώνες, επέστρεφαν στους τόπους καταγωγής τους και μετέδιδαν τις λατινικές λέξεις που είχαν μάθει στις οικογένειές τους και έτσι δημιουργήθηκε η «Κουτσοβλάχικη» διάλεκτος (Μικτή γλώσσα, Ελληνο-λατινικά), η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα στις περιοχές αυτές. Όσοι απολύονταν από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες ονόμαζαν τους εαυτούς τους τιμητικά «Αρμάνους» (Αρωμάνους), από την λατινική λέξηROMANUS = ΡΩΜΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, επειδή είχαν υπηρετήσει στο Ρωμαϊκό στρατό και είχαν πάρει τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη.
[ Ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος (163-235 μ.Χ), αναφέρει στα "Ρωμαϊκά" του ότι ο αυτοκράτωρ Αντώνιος ο Ευσεβής, που Βασίλευσε από το 138 έως το 161 μ.Χ, συγκρότησε τρεις λεγεώνες (την 5η, την 6η και την 7η), από γηγενείς Έλληνες (Μακεδόνες, Ηπειρώτες και Αιτωλούς). Την κάθε λεγεώνα αποτελούσαν 16.000 άνδρες βαριά οπλισμένοι, που υπηρετούσαν για 25-30 συνεχή χρόνια και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ακολουθούμενοι στο στρατόπεδο και στις εκστρατείες από τις οικογένειές τους. Επίσης, το 212 μ.Χ ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας απένειμε σε όλους τους υπηκόους και ειδικότερα στους επίλεκτους στρατιώτες των λεγεώνων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Την περίοδο αυτή πάνω από 150.000 Έλληνες (λεγεωνάριοι με τις οικογένειές τους), έγιναν ισότιμοι πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ονομάσθηκαν Ρωμαίοι πολίτες (ROMANUS). Οι ίδιοι επονομάσθηκαν Αρμάνοι (Ρωμάνοι) και υπερηφανεύονταν γι'αυτό ].





Ο Κων/νος Κούμας (1777 - 1836), μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, γράφει: «…Οι Ρωμαίοι επί οκτώ περίπου εκατοενταετηρίδας, από της Αγγλίας έως του Ευφράτου και από του Άλβιος έως των ερήμων της Αφρικής, καθυποτάξαντες τα έθνη και αναμίξαντες δια των αποικιών των ταύτα, εισήγαγον κατά φυσικόν λόγον εις αυτά και την γλώσσα των […] και ούτω κατασκεύασαν ανάμικτον τι παραμόρφωμα διαλέκτου, σωζόμενον εισέτι εις πολλά μέρη της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Ελλάδος…» (Ελλάδα ονομαζόταν η κοιλάδα του Σπερχειού και ο ίδιος ο Σπερχειός ποταμός ονομαζόταν Ελλάδας).


Στη «Δακία» (Ρουμανία) και την «Μολδαβία», που κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους στην αρχή του 2ου μ.Χ αιώνα, ήταν τόσο μεγάλος ο «εκλατινισμός», ώστε δημιουργήθηκε ολόκληρο κράτος η «Βλαχία». Ο πληθυσμός της «Βλαχίας» δεν προερχόταν μόνο από τους εκλατινισμένους κατοίκους της «Δακίας» και της «Μολδαβίας», αλλά και από εκλατινισμένους κατοίκους όλων των Βαλκανίων και ειδικότερα από την Ελλάδα. Είχαν μετακινηθεί εκεί, αφενός λόγω της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και αφετέρου για αναζήτηση κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους, για εμπόριο, για σπουδές των παιδιών τους κ.λ.π. Μάλιστα οι εκλατινισμένοι Έλληνες κάτοικοι της «Βλαχίας», είχαν δημιουργήσει ολόκληρες πόλεις και είχαν αναλάβει την ηγεμονία της «Βλαχίας» από το 1716, με πρώτο ηγεμόνα τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο (1716 – 1719 – 1730), που από το 1711 ήταν ηγεμόνας της «Μολδαβίας». Στη συνέχεια, στον ηγεμονικό θρόνο της «Βλαχίας» ανήλθαν μέλη των Ελληνικών οικογενειών: Γκίκα, Καραντζά, Σούτσου, Μουρούζη, Υψηλάντη, Χαντζέρη, Μαυρογένη, Καλλιμάχη κ. ά. Η Ελληνική παρουσία στη «Βλαχία», δεν περιοριζόταν μόνο στις ηγεμονικές Αυλές, αλλά και στον πνευματικό τομέα ήταν αξιόλογη. Από το 1679 ο Καντακουζηνός είχε ιδρύσει στη «Βλαχία» την Ελληνική Ακαδημία του Βουκουρεστίου, όπου συνέρρεαν εκεί ονομαστοί λόγιοι Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη, από τις Ελληνικές παροικίες της διασποράς και από άλλα κέντρα του Ελλαδικού χώρου.




Το τέλος της Ελληνικής περιόδου στη «Βλαχία», συμπίπτει με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του1821. Στο έδαφος της περιοχής αυτής ανέπτυξε πλούσια δράση η Φιλική Εταιρεία. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος θυσιάζεται στην περιοχή αυτή, για την Ελευθερία των Ελλήνων. Ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης ή Αγραφιώτης, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατά την έναρξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, έσπευσε να ενωθεί με τον στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη (Απρίλιος του 1821). Μαζί με τον Πεντεδέκα και άλλους 60 Έλληνεςστάλθηκε στο «Γαλάτσι» της Μολδοβλαχίας καιστρατολόγησε άλλους 600 Έλληνες αγωνιστές. Σε μάχες που έγιναν στο «Σκουλένι» και τον «Προύθο», με τους Τούρκους, σκοτώθηκαν ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης ή Αγραφιώτης, όλοι οι οπλαρχηγοί και 300 Έλληνες αγωνιστές. Οι «Έλληνες Βλάχοι» της διασποράς, πρωτοστάτησαν σε κάθε Εθνική εκδήλωση, είχαν πάντοτε παθολογική αγάπη για την Ελλάδα και το απέδειξαν με το αίμα τους σε όλους τους αγώνες της πατρίδος μας και με τα πλούτη που διέθεσαν για την εξυπηρέτηση του Γένους, σε διάφορες Δωρεές: Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Ζάπειο, Ζωσιμαία Σχολή, Θωρικτό Αβέρωφ, Σχολή Ευελπίδων, Παναθηναϊκό Στάδιο, Ακαδημία Αθηνών, Εθνική Τράπεζα κ.ά. Ο Βορειοηπειρώτης (Αρβανιτοβλάχος) Ζάππας, άφησε κληρονόμο του το Ελληνικό Δημόσιο για όλα τα πλούτη του, που είχε αποκτήσει στη «Βλαχία» (Ρουμανία) και τόσοι άλλοι. Ο Ελληνισμός οφείλει πολλά στην φιλότιμη προσπάθεια τους και τον άκρατο πατριωτισμό τους. Κατά τον Μακεδονικό αγώνα, όπως σημειώνει ο Μαζαράκης–Αινιάν: «…αι Βλαχόφωνοι Ελληνικαί πόλεις της διασποράς ήσαν τα πατριωτικότερα Ελληνικά κέντρα…». [Πολλοί αρματολοί και κλέφτες το 1821, καθώς και άλλοι σε άλλους Εθνικούς αγώνες (Μακεδονικό αγώνα, Εθνική αντίσταση κ.λ.π), ήταν «Έλληνες Βλάχοι». Ο Ρήγας Φεραίος, ο Βλαχάβας, ο Κρυστάλλης, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, οι Υψηλάντηδες και πολλοί άλλοι επιφανείς Έλληνες της διασποράς, είχαν Βλάχικη καταγωγή αλλά ήταν Ελληνικότατοι των Ελλήνων].


Οι «Έλληνες Βλάχοι», δεν ήταν μόνο στην Ήπειρο, την Θεσσαλία και την Μακεδονία αλλά ήταν και στην Στερεά Ελλάδα, την Αιτωλία και την Ακαρνανία. Από από τον 10ο αιώνα μ.Χ περίπου, τα Θεσσαλικά όρη, η Πίνδος και οι προεκτάσεις αυτής Νότια μέχρι και τον Σπερχειό ποταμό, κατοικούντο από «εκλατινισμένους – λατινόφωνους Έλληνες» = Βλάχους Έλληνες. Η Ήπειρος και η ορεινή κυρίως Θεσσαλία ονομαζόταν «Μεγαλο-βλαχία», η Αιτωλία και Ακαρνανία, ονομαζόταν «Μικρο-βλαχία» και η χώρα των Δολόπων (’Άγραφα), ονομαζόταν «Άνω-βλαχία». [(Βλ. Άννα Κομνηνή,«Αλεξιάς», Τομ. Ε΄). Η «Αλεξιάς», είναι το περίφημο έργο της Άννας Κομνηνής (1083-1148), που πήρε την τελική του μορφή μεταξύ των ετών 1138–1148 μ.Χ. Το περιεχόμενο του έργου καλύπτει τη δράση του πατέρα της Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, πριν από την άνοδό του στο θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κατά την διάρκεια της Βασιλείας του. Το έργο «Αλεξιάς» γνώρισε πολλές εκδόσεις, η τελευταία εύχρηστη κριτική έκδοση είναι του Γάλλου ιστορικού Β. Leib].




Βλάχοι


Η λέξη «Βλάχος» στη νεοελληνική γλώσσα, κυρίως των αστικών κέντρων, σημαίνει τον κτηνοτρόφο - ποιμένα, τον απαίδευτο, τον αγροίκο. Όλοι οι κτηνοτρόφοι, είτε είναι νομάδες – σκηνίτες είτε είναι ημινομάδες – χωρικοί και ασχολούνται με την κτηνοτροφία, ονομάζονται «βλάχοι», ανεξάρτητα αν είναι«λατινόφωνοι» ή όχι. Με την έννοια του«κτηνοτρόφου - ποιμένα» χρησιμοποιείται από τον 11ον αιώνα, από την Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς, Βιβλ. VIII, σελ. 236): «…και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο, βλάχους τούτους η κοινή καλείν οίδε διάλεκτος…». Η αρχική όμως σημασία της λέξεως«Βλάχος», που είχε ξεκινήσει με τους λατινόφωνους Κέλτες που κατοικούσαν στη Γαλατία (Βάλχ και Βαλάχ), ήταν ο «εκλατινισμένος - λατινόφωνος πολίτης».


Στον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδος, οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία σχεδόν στο σύνολό τους. Ακόμη και αυτοί που δεν είναι το κυρίως επάγγελμά τους, όπως για παράδειγμα οι γεωργοί που ασχολούνται συμπληρωματικά με την κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφική εργασία, που εκτυλίσσεται μακριά από τις οργανωμένες κοινωνίες, διαμορφώνει χαρακτήρα τραχύ, πρωτόγονο και άξεστο. Όσοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία διαμορφώνουν έναν τέτοιο χαρακτήρα, οι κτηνοτρόφοι γενικά έχουν ένα κοινό στοιχείο, την τραχύτητα του χαρακτήρα τους. Έτσι στη νεοελληνική γλώσσα το όνομα«βλάχος» σημαίνει τον τραχύ, τον άξεστο κτηνοτρόφο αλλά και κάθε άνθρωπο με χοντρούς τρόπους. Δηλαδή η λέξη «βλάχος», κατάντησε να έχει επαγγελματική και κοινωνική σημασία και όχι γλωσσική, όπως αρχικά είχε ξεκινήσει με τους «λατινόφωνους» Κέλτες της Γαλατίας και έν συνεχεία με τους «λατινόφωνους» κατοίκους όλων των Βαλκανικών χωρών.


Οι «Έλληνες Βλάχοι», είναι γνωστοί ως:


1 / «Αρωμάνοι (Αρμάνοι) ή Κουτσοβλάχοι»


2 / «Αρβανιτοβλάχοι ή Καραγκούνηδες»


3 / «Γραικοβλάχοι ή Σαρακατσάνοι»


1 / Οι «Αρωμάνοι (Αρμάνοι) Βλάχοι» ή «Κουτσουβλάχοι», είναι αυτόχθονες κάτοικοι οικισμών που βρίσκονται σε διάφορες περιοχές, που υπήρχαν διαβάσεις της Εγναντίας όδού, στην Πίνδο, τον Όλυμπο, τον Βαρνούντα κ.ά. Όπως είναι γνωστό οι Ρωμαίοι στρατολόγησαν ντόπιους κατοίκους και σχημάτισαν λεγεώνες για την φύλαξη των διαβάσεων της Εγναντίας οδού. Οι κάτοικοι αυτοί, που υπηρέτησαν για 20 και 30 χρόνια στις Ρωμαϊκές λεγεώνες, αναγκάστηκαν να γίνουν δίγλωσσοι και μερικοί μονόγλωσσοι. Όταν επέστρεφαν στα χωριά τους, έφερναν και την επίκτητη γλώσσα στους τόπους καταγωγής τους. Επειδή είχαν υπηρετήσει στο Ρωμαϊκό στρατό και είχαν πάρει τον τίτλο του«Ρωμαίου πολίτη», ονόμαζαν τους εαυτούς τους τιμητικά «Αρωμάνους» (Αρμάνους) από την λατινική λέξη ROMANUS = ΡΩΜΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Οι Αρωμάνοι (Αρμάνοι) βλάχοι, δεν ήταν νομάδες – σκηνίτες, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία συμπληρωματικά και είχαν μόνιμες κατοικίες στα ορεινά χωριά τους. Όσοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία μόνο το χειμώνα κατέρχονταν στα πεδινά (χειμαδιά) και ξαναγύριζαν στα χωριά τους την άνοιξη. Η μόνιμη διαμονή τους στα χωριά τους διαχωρίζει από τους νομάδες-σκηνίτες «Σαρακατσάνους & Αρβανιτοβλάχους». Οι Αρωμάνοι (Αρμάνοι) βλάχοι, ασχολούνταν με όλα τα επαγγέλματα, ράφτες, υποδηματοποιοί, κτίστες, μεταφορείς (κυρατζήδες) κ.λ.π. Ενώ οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους τιμητικά Αρμάνους, οι άλλοι Ελληνες τους ονόμαζαν Κουτσοβλάχους, επειδή εκτός από τις Ελληνικές λέξεις, χρησιμοποιούσαν πολλές λέξεις λατινικές και μιλούσαν ένα είδος λατινικά παραφθαρμένα και δυσδιάκριτα. Δηλαδή δεν μιλούσαν ούτε καλά Ελληνικά ούτε καλά λατινικά, μιλούσαν ένα ανάμικτο παραμόρφωμα διαλέκτου το οποίο σώζεται ακόμη σε πολλά μέρη της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η ονομασία "Κουτσοβλάχοι" πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική λέξη "κιουτσούκ", που σημαίνει μικρός και από την επίσης τουρκική λέξη "Βαλακί" (Βλαχία), δηλαδή μικρή Βλαχία, ενώ την μεγάλη Βλαχία οι Τούρκοι την ονόμαζαν "Μπουγιούκ Βαλακί", (Μπουγίουκ = μεγάλος). Από σύγχρονες ανθρωπολογικές έρευνες, του ανθρωπολόγου Άρ. Πουλιανού, επιβεβαιώθηκε ότι οι «Κουτσοβλάχοι», είναι απόγονοι αυτόχθονος πληθυσμού, ο οποίος εκτός από την Ελληνική γλώσσα, μιλάει και ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα το οποίο δέχθηκε επιρροή από την λατινική γλώσσα, συνεπεία της μακροχρόνιας παραμονής των Ρωμαίων στην Ελλάδα. Είναι γηγενής Ελληνικός πληθυσμός ο οποίος δέχθηκε μικρή μόνο επίδραση στη γλώσσα του από την λατινική διάλεκτο, αλλά διατήρησε την Ελληνική του συνείδηση. Ο σκελετός της γλώσσας είναι Ελληνικότατος και συμπληρώθηκε από λατινικές λέξεις κατά την κοινή συμβίωση Ελλήνων και Ρωμαίων. Από τις 6.670 λέξεις που έχει η «Κουτσοβλάχικη»γλώσσα, οι 3.640 λέξεις είναι Ελληνικές και μάλιστα αρχαιοελληνικές που ανάγονται στα Ομηρικά έπη και τον Ησίοδο, οι 2.095 λέξεις είναι λατινικές, οι 185 λέξεις είναι Σλαβικές και οι 150 λέξεις είναι Αλβανικές. [Ν. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, «Ετυμολογικό Λεξικό Κουτσοβλάχικης»].


2 / Οι «Αρβανιτοβλάχοι ή Καραγκούνηδες», όπως και οι «Γραικοβλάχοι ή Σαρακατσάνοι», ήταν οι κατ’εξοχήν νομαδικές φάρες – «σκηνίτες», οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία. Οι μετακινήσεις τους ήταν συχνές από περιοχή σε περιοχή, για την αναζήτηση των κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους. Δεν είχαν καμία μόνιμη κατοικία ούτε στα βουνά ούτε στους κάμπους ήταν καθαρά ποιμένες σκηνίτες. Έκτιζαν προσωρινές (πρόχειρες) καλύβες με καλάμια και ξύλινους πασσάλους τις οποίες ονόμαζαν «Γραίκια». Στην αρχαιότητα, πριν από τους Ιστορικούς χρόνους, ήταν μία «Ομοσπονδία» με συγγενικά φύλλα η οποία άλλαζε διαρκώς τόπους της χειμερινής και θερινής διαμονής. Τα καλοκαίρια ξεκαλοκαίριαζε στα Βαρδούσια, την Οξυά, τον Τυμφρηστό, τον Όλυμπο, την οροσειρά της Πίνδου (από τα Άγραφα έως την Βόρειο Ήπειρο) και το χειμώνα ξεχειμώνιζε στα πεδινά της Φθιώτιδος, της Βοιωτίας, της Θεσσαλίας, του Μεσολογγίου και της Βορ. Ηπείρου, (Άρβανον, Δυρράχιον, Μπεράτι, Αυλώνα, Φράσαρη κ.λ.π). Με την επικράτηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αργότερα με την διαίρεση των νέων κτήσεων σε «Θέματα», η περιοχή της Βορείου Ηπείρου απεκόπη από την Ελλάδα: «…Αι κατά τόπους πολιτείαι εχωρίσθησαν νύν ολοτελώς απ’ αλλήλων, ουδείς δε τούτων πολίτης ηδύνατο πλέον να λαμβάνει ή να κατέχει έγγειον ιδιοκτησίαν εκτός των ορίων του εαυτού Δήμου…» (Παυσανίας Ξ. 16 , 6).
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Ελλάδα διαιρέθηκε σε επαρχίες οι οποίες ονομάζονταν «Θέματα». Το 6ον «Θέμα Πελοπόννησος», περιελάμβανε μόνο την Πελοπόννησο. Το 7ον «Θέμα Ελλάδα», περιελάμβανε την Ηπειρωτική Ελλάδα (κυρίως την κοιλάδα του Σπερχειού, ο Σπερχειός ποταμός ονομαζόταν Ελλάδας), μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου Νότια και μέχρι τον Πηνειό ποταμό Βόρεια. Το «Θέμα Ιλλυρικόν», αργότερα και «Δυρραχίου – Αχρίδος»περιελάμβανε την Ιλλυρία και την Ήπειρο (Η Μακεδονία, όπως και οι άλλες Ελληνικές περιοχές περιλαμβάνονταν σε άλλα «Θέματα»). Συνεπώς οι ποιμένες – σκηνίτες που βρέθηκαν στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχασαν την επικοινωνία τους με την υπόλοιπη Ελλάδα, έμαθαν κατ’ ανάγκη το «λατινογενές» γλωσσικό ιδίωμα της «Βλάχικης -Αρβανίτικης» (εκλατινισμένης Αλβανικής γλώσσας) και μόνον μερικοί εξ αυτών γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα. Ενώ οι ποιμένες – σκηνίτες που βρέθηκαν στις περιοχές που υπάγονταν στο «Θέμα Ελλάδα», δηλαδή από τον Ισθμό της Κορίνθου μέχρι τον Πηνειό ποταμό στη Θεσσαλία, δεν μάθαιναν καμία άλλη γλώσσα εκτός από τα Ελληνικά. Για τον λόγο αυτό τους ονόμαζαν «Γραικοβλάχους». [Οι πρώτες μετακινήσεις των «Αρβανιτοβλάχων» από το «Άρβανον» της Βορ. Ηπείρου, προς την Θεσσαλία, την Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις άλλες περιοχές της Ελλάδος, άρχισαν στις αρχές του 13ου αιώνα (1315 – 1318). Μέχρι την περίοδο αυτή δεν έχει αναφερθεί καμία μετακίνηση].


Ο Νικ. Κασομούλης, στα “Στρατιωτικά Ενθυμήματα” της Επαναστάσεως του 1821, αναφέρει τα εξής: «…Δύο φυλαί ομάδων Σκηνιτών ήσαν εκείνοι είς τους οποίους δυνάμεθα να δώσωμεν κυρίως το όνομα, ως ποιμένες έκ συστήματος και επαγγέλματος, οι Αρβανιτοβλάχοι και οι Γραικοβλάχοι.
[…] Οι Αρβανιτοβλάχοι, διότι κατάγοντο από τα πέριξ της Μοσχοπόλεως χωρία Γράμουσταν, Νικολίτζαν κ.λ.π, γειτνιάζοντες με τους Αλβανούς (Κολωνιάτας) και αναθρεφόμενοι μεταξύ τούτων και ομιλούντες μόνον την βλάχικην διάλεκτον και την Αλβανικήν, χωρίς να μανθάνουν την Ελληνικήν παρ’ έν παρόδω, αγράμματοι οι περισσότεροι, αποκτήσαντες ιδιαίτερα τινά έθιμα και έξεις, αν και Χριστιανοί Ορθόδοξοι και έχοντες και ιερείς μεταξύ των, χωρίς όμως να συνέρχωνται ούτε είς γάμον με τους Γραικούς. […] Οι Γραικοβλάχοι εκ τουναντίον επειδή εγειτνιάζοντο και περιστοιχούντο από Ελληνικάς χώρας και Αρματωλούς Έλληνας, ως π.χ το Βασταβέτσι, το Συράκον, Αβδέλα, Σαμαρίνα, αν και απλοί αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως ως προς τας έξεις, με τους Έλληνας, επιρρεπέστεροι έξ ανατροφής ως προς την ανεξαρτησίαν των, πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί είς την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι εάν και είχον και ούτοι ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζήν και πολιτεύεσθαι από τους Έλληνας κατοίκους, διαφέροντες όμως καθόλα από τους Αρβανιτοβλάχους κατά τα λοιπά, και συνερχόμενοι εις γαμικούς δεσμούς και με τους Γραικούς…».


Αργότερα, επί Οθωμανικής κυριαρχίας, οι μετακινήσεις των ποιμένων - σκηνιτών της Βορείου Ηπείρου προς τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδος, της Πελοποννήσου και άλλων περιοχών, ήταν συχνές. Οι μετακινήσεις αυτές των ποιμένων – σκηνιτών δημιούργησαν μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ των «Αρβανιτοβλάχων και των Γραικοβλάχων», για τα βοσκοτόπια που διεκδικούσαν οι «Αρβανιτοβλάχοι», κυρίως στις περιοχές που μετά το 1821 εγκαταστάθηκαν μόνιμα (Θεσσαλία, Κεντρική Μακεδονία, Αιτωλοακαρνανία κ.λ.π). Οι «Αρβανιτοβλάχοι» ονομάζονταν και Καραγκούνοι(δες), από το μαύρο ένδυμα (κάπα – συγκούνα) και «Φρασαριώτες», οι προερχόμενοι από την περιοχή «Φράσαρη» της Βορείου Ηπείρου, που βρίσκεται μεταξύ του Μπερατίου και της Αυλώνας. Στα χρόνια της Τυραννίας του Αλή πασά, ένα μικρό ποσοστό «Αρβανιτοβλάχων», είχε κατηγορηθεί από τους «Γραικοβλάχους», ότι ήταν ευνοούμενοί του και συνεργάτες του. Για το λόγο αυτό, οι Έλληνες Κλεφταρματολοί τους καταδίωξαν και τους εξολόθρευσαν. Στην πραγματικότητα όμως, οι «Αρβανιτοβλάχοι» προερχόμενοι από περιοχές της Βορείου Ηπείρου (Άρβανον, Επίδαμνος, Απολλωνία, Αμαντία, Ωρικός κ.λ.π), είναι κομμάτι του Ελληνικού Έθνους, με Ελληνική Εθνική συνείδηση και Ελληνική κουλτούρα (ήθη, έθιμα, θρησκεία, ενδυμασία με την πολεμική ενδυμασία των Ελλήνων τη «Φουστανέλλα», κ.ά).


Η Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς , 13, 5 έκδ. Leib, τόμ. 3ος , σελ. 104), αναφέρεται στο «Άρβανον» με γεωγραφική και στρατιωτική έννοια, τονίζοντας ότι ο Ευστάθιος Καμμύτζης είχε αναλάβει να υπερασπισθεί: «…τάς περί το Άρβανον κλεισούρας», ή μνημονεύουσα απλώς: «…τα ομορούντα τω Αρβάνω πολίχνια» και «…τας του Αρβάνου ατραπούς». Επίσης, η αναφορά της Άννας Κομνηνής, με βάσει τα γεγονότα του Δυρραχίου το 1081 και τους πολέμους των Βυζαντινών με τους Νορμανδούς σταυροφόρους, αναφέρει για κάποιον αξιωματούχο που πήγε να ενισχύσει την άμυνα του κάστρου: «…τω έξ Αρβάνων ορμωμένου Κομισκόρτη…» (Κόμης της κόρτης, που ζούσε στο Άρβανο ; ). Το «Άρβανον» εκτεινόταν Β.Δ του Δυρραχίου και η περιοχή υπαγόταν στην πολιτική και στρατιωτική δικαιοδοσία του Βυζαντίου. Γι’αυτό τον 12ον αιώνα, ιδρύθηκε το «Θέμα Δυρραχίου και Αχρίδος», με Βυζαντινό στρατηγό τον Γεώργιο Ακροπολίτη.


Στην Εγκυκλοπαίδεια “Νέα Δομή”, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «…Τα παράλια της Βορείου Ηπείρου κατοικούντο από Έλληνες, που είχαν εκεί ανθηρές αποικίες από τον 5ον αιώνα π.Χ, όπως η «Απολλωνία» (αποικία των Κορινθίων και Κερκυραίων), η «Αμαντία» και «Ωρικός» (Ευβοείς. Ηροδ. 9.90), η «Επίδαμνος», το σημερινό Δυρράχιο (αποικία των Κερκυραίων και Κορινθίων, Θουκυδ. Στραβ. Παυσαν.). Οι πόλεις αυτές καταλήφθηκαν αρχικά από τον Φίλιππο Ε΄(214 π.Χ) και έν συνεχεία από τους Ρωμαίους. Όταν η χώρα κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους (168 π.Χ) και έγινε επαρχία της Αυτοκρατορίας («Θέμα Ιλλυρικόν»), το Νότιο τμήμα ονομάζετο Νέα Ήπειρος και το Βόρειο μέχρι τον Δούναβη Ιλλυρία. Η σημερινή γλώσσα των Αλβανών, είναι κράμα «εκλατινισμένων» γλωσσών ήτοι: της Ελληνικής, της Ιλλυρικής και άλλων Φύλων που κατοικούσαν στην περιοχή…».


Οι εκλατινισμένοι Έλληνες πολίτες (Βλάχοι), έχουν πάρα πολλές λέξεις όμοιες με αυτές τωνεκλατινισμένων κατοίκων από την περιοχή Άρβανον της Βορείου Ηπείρου (Αρβανιτο-βλάχους). Η«Ελληνική Βλάχικη» διάλεκτος έχει περισσότερες Ελληνικές λέξεις και λιγότερες Αλβανικές και Λατινικές, ενώ η «Αρβανίτικη» διάλεκτος έχει περισσότερες Αλβανικές λέξεις και λιγότερες Ελληνικές και Λατινικές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκατομμύρια κάτοικοι των Βαλκανίων, που ομιλούσαν το λεκτικό ιδίωμα της «Αρβανίτικης», βαπτίστηκαν δυστυχώς από ορισμένους Αλβανοί. Η λέξηΑρβανιτο-βλάχος είναι σύνθετος και σημαίνει, εκλατινισμένος πολίτης από την περιοχή «Άρβανον»της Βορείου Ήπειρου. Από την περιοχή αυτή μετακινήθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, συνέζησαν με τους άλλους Έλληνες νομάδες και ημινομάδες κατοίκους και μαζί με αυτούς αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Είχαν παθολογική αγάπη για την Ελλάδα και το απέδειξαν σε όλους τους αγώνες της πατρίδος μας. Πάρα πολλοί Βορειοηπειρώτες (Αρβανιτο-βλάχοι), διέθεσαν τα πλούτη τους για την εξυπηρέτηση του Γένους, ένας έκ των οποίων ήταν και ο «Ζάππας», που άφησε κληρονόμο του το Ελληνικό Δημόσιο, για όλα τα πλούτη του που είχε αποκτήσει στη «Βλαχία» (Ρουμανία).




Αρβανίτες


Οι «Αρβανιτοβλάχοι» είχαν πάντοτε Ελληνική Εθνική συνείδηση, διότι ήταν Έλληνες απόγονοι των αρχαίων«Θεσπρωτών», των «Αινιάνων», των«Σελλών ή Ελλών», των «Γραικών» και των άλλων αρχαίων Ελληνικών φύλων, που«εκλατινίσθηκαν» κατά την μακρόχρονη παραμονή των Ρωμαίων στην περιοχή των Βαλκανίων. Αυταποδείκτη απάντηση είναι ότι οι Ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούν στο λεξιολόγιό τους είναι αρχαιοελληνικές – Ομηρικές λέξεις, όπως για παράδειγμα: Λέπορι = λαγός, Κύων = σκύλος, Κέλης = άλογο, Μύς = ποντίκι, Οδός = δρόμος, Δέα = Γή, Πόνος = δουλειά, Βάλτος = Λάσπη κ.ά. Αρχικά κατοικούσαν στις παραλιακές Ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου (Απολλωνία, Αμαντία, Ωρικό, Επίδαμνο κ.ά), ύστερα όμως από την κατάκτηση της παράλιας ζώνης από τους Φράγκους και τις δραματικές κοινωνικές αλλαγές, μετακινήθηκαν με τις οικογένειές τους στις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας κατά μήκος της Εγναντίας οδού, σε πόλη ή περιοχή με την ονομασία «Άρβανον» και ζούσαν νομαδικά σε κοινωνίες κατά βάσει οικογενειακές (φάρες). Η κάθε φάρα είχε δικό της αρχηγό (συνήθως τον Γενάρχη) και ρύθμιζαν τις μεταξύ τους σχέσεις πάνω σε κανόνες εθιμικού δικαίου. (Το εθιμικό δίκαιο το διατήρησαν οι«Αρβανίτες» και μετά την εγκατάστασή τους στις περιοχές της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας, της Αττικής κ.λ.π, ακόμη και κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας). Εκτός από τους νομάδες– ποιμένες, υπήρχαν και «Αρβανίτες» φημισμένοι στρατιώτες, οι οποίοι μίσθωναν τις υπηρεσίες τους ως πολεμιστές και ζούσαν από τον πόλεμο. Ήταν έτοιμοι να γίνουν μισθοφόροι σε κάθε ηγεμόνα η διεκδικητή της εξουσίας με αντάλλαγμα να τους παραχωρηθούν χώροι εγκατάστασης, γι’αυτούς και τα κοπάδια τους. Με την εμφάνιση των Ρωμαίων στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων, εντάχθηκαν στις Ρωμαϊκές λεγεώνες ως «μισθοφόροι», για την φύλαξη των διαβάσεων σε στρατηγικά σημεία του οδικού άξονα (Εγναντίας οδού) που συνέδεε την περιοχή του Αρβάνου και Δυρραχίου με την Κωνσταντινούπολη μέσω της Θεσσαλονίκης. Οι ομαδικές μετακινήσεις των «Αρβανιτών», προς την Θεσσαλία και τις άλλες περιοχές της Ελλάδος άρχισαν στις αρχές του 13ου αιώνα. Όπως προκύπτει από διάφορα έγγραφα του Ιωάννη Καντακουζηνού, περί το 1315 – 1318, αντιπαρατέθηκαν στην περιοχή τους οι Έλληνες της αυτοκρατορίας της Νικαίας και της Κωνσταντινούπολης, οι Έλληνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου και οι «Δυνάμεις των Σταυροφόρων–Καθολικών» (Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί κ.ά). Το 1318, ο κόμης της Ζακύνθου και της Κεφαλληνίας Νικόλαος Ορσίνι κατέλυσε την κυριαρχία στο Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι «Αρβανίτες» πολέμησαν σκληρά εναντίον των Λατίνων εισβολέων, αλλά αναγκάσθηκαν τελικά να εγκαταλείψουν την περιοχή τους με τις οικογένειές τους και να μετακινηθούν μέσω της Πίνδου, αρχικά στα ορεινά της Θεσσαλίας και αργότερα και στα πεδινά. Η μετανάστευση από την περιοχή του «Αρβάνου» και των περιχώρων του Δυρραχίου, έγινε κατά ομάδες και είχε σταδιακό χαρακτήρα, δηλαδή έμεναν για μερικά χρόνια σε μία περιοχή προσωρινά, μέχρι να μετακινηθούν αργότερα σε κάποια άλλη περιοχή κ.ο.κ. Η ορεινή Δυτική Θεσσαλία και η περιοχή Φαναρίου κοντά στην Καρδίτσα, ήταν οι πρώτες περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι «Αρβανίτες» και εν συνεχεία εξαπλώθηκαν προς την Εύβοια, την Λοκρίδα, την Βοιωτία, την Αττική, την Αιτωλοακαρνανία, την Πελοπόννησο, τα Νησιά, ακόμη και τη Θράκη. Στην Αττική εγκαταστάθηκαν οι Αρβανίτες στις αρχές του14ου αιώνα. Την περίοδο αυτή υπήρχαν διάφορες «Εταιρείες μισθοφόρων», οι οποίες πραγματοποιούσαν ληστρικές επιθέσεις στο «Δουκάτο των Αθηνών» (εξ’ αιτίας των οποίων είχε υποστεί μεγάλη Δημογραφική μείωση). Τότε οι ηγεμόνες του Δουκάτου, προκειμένου να προασπίσουν την Αθήνα, σκέφθηκαν να καλέσουν τις «φάρες» των «Αρβανιτών» (Λιόσηδες, Μαζαρακαίους, Μαλακασαίους, Μπουαίους, Σπαταίους κ.ά), που ήταν επιδέξιοι και σκληροτράχηλοι πολεμιστές, για να εγκατασταθούν σε διάφορα στρατηγικά περάσματα της Αττικής όπως: Στον Ασωπό ποταμό και την κοιλάδα του, στα Βόρεια. Στο πέρασμα της Χαλκίδας με τον Ωρωπό. Στο πέρασμα του «αυχένα» της Πεντέλης και του Υμητού, με τα χωριά Σπάτα και Λιόπεσι (Παιανία). Στο πέρασμα της Βάρης, Κορωπίου, Μαρκοπούλου, Καλυβίων, Κερατέας. Στο πέρασμα της Χασιάς (Δερβενοχώρια), που συνδέει το λεκανοπέδιο Αττικής με τη Θήβα και την Πελοπόννησο. Επίσης στο Θριάσιο πεδίο, Μάνδρα, Ελευσίνα κ.λ.π. Οι «Αρβανίτες», εκτός από την Θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, είχαν κοινό στοιχείο με τους άλλους Έλληνες και την ενδυμασία με την Φουστανέλλα, δηλαδή «την πολεμική ενδυμασία του Αχιλλέα», απόδειξη της κοινής καταγωγής τους.
Για την ετυμολογία της λέξεως «Καραγκούνηδες» (την άλλη ονομασία που είχαν οι «Αρβανιτοβλάχοι»), έχουν προταθεί διάφορες απόψεις μερικές από τις οποίες είναι οι εξής:
α / Σύμφωνα με μία άποψη προέρχεται από τις Τουρκικές λέξεις: «καρά - Γιουνάν» = «μαύρος - Έλληνας».
β / Σύμφωνα με άλλη άποψη, οι «Καραγκούνηδες» που κατοικούν στη δυτική λεκάνη της Θεσσαλικής πεδιάδας, στους Νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων, οφείλουν την ονομασία τους στη συνήθειά τους να κινούν το κεφάλι τους αντί να ομιλούν: «ο την Κάρα - κινών» = Κάρα (γ) κούνης. Με δεδομένο ότι «Καραγκούνηδες» υπάρχουν και σε άλλα μέρη της Ελλάδος θα πρέπει να αποκλείσουμε αυτή την εκδοχή. Ο Λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος αναφέρει για τους «Καραγκούνηδες» τα εξής: «…Με το όνομα «Καραγκούνηδες» είναι γνωστοί στην Αιτωλία, ένα απόσπασμα Κουτσοβλάχων που κατοικούν στην ακροποταμιά του Ασπροπόταμου, καθώς πιάνει απ’ το Λεπενιώτικον κάμπο και πίσω τον κατήφορο ως τη Σταμνά κατά το Αντελικιώτικο τόπο. Στη γραμμή σχεδόν έχουν χτισμένα τα χωριά τους Σοροβίγλι, (μέσα στα παλιά τείχη της Στράτου, πρωτεύουσα των αρχαίων Ακαρνάνων), Όχτια, του Κατσαρού, Παλιομάνα, του Νταγιάντα. Άλλα Καραγκούνικα χωριά είναι κατά του Αστακού τα μέρη, η Γουργιώτισσα, η Αγράμπελη, το Στουρνάρι, και το Καλέτσι. Μιλούν όλοι την Κουτσοβλάχικη γλώσσα, μιλούν τα Καραγκούνικα που λένε στην Αιτωλία. Ξέρουν όμως όλοι και τα Ελληνικά και τα μιλούν σαν Έλληνες με την συνείδηση πώς και αυτοί είναι Έλληνες. Με τα γειτονικά Ελληνόφωνα χωριά ποτέ δεν κάνουν συμπεθεριές. Η Καραγκούνα παίρνει άντρα τον Καραγκούνη και το αντίθετο. Τους χωρίζει μια διαφορά σπουδαία και δεν ταιριάζουν γάμοι Καραγκούνηδων με Ελληνόφωνους. Τους χωρίζει η διαφορετική ζωή που κάνουν. Οι Καραγκούνηδες ήταν ως τα τελευταία χρόνια σκηνίτες νομάδες. Το καλοκαίρι ανέβαιναν και ξεκαλοκαίριαζαν στα βουνά, στ’ Άγραφα και την Ήπειρο. Το χειμώνα κατέβαιναν για να ξεχειμάσουν με τα πράματά τους σε τούτους εδώ τους πλούσιους κάμπους. Σιγά σιγά το βρήκαν πιο καλύτερο να στήσουν εδώ τη μόνιμη κατοικία τους κι’ απ’ τα 1865 - 1870 έχτισαν τα χωριά που ωνομάσαμε παραπάνω. Αυτό βέβαια ήταν ένα μεγάλο παραστράτημα απ’ την παλιά παράδοση που ποιός ξέρει από πότε κρατούσε, μα άξιζε, γιατί πιάσανε τους πλούσιους τόπους κι’ έκαναν και καλλιέργεια που πρωτύτερα τους ήταν άγνωστη τέχνη…».
γ / Σύμφωνα με τρίτη άποψη του καθηγητού Γεωργίου Καββαδία, που ασχολήθηκε πολλά χρόνια με την ζωή, τον λαϊκό πολιτισμό και την ρίζα των Καραγκούνηδων και ο οποίος μεταξύ των άλλων αναφέρει στην έρευνά του: «…Πάνω στα ψηλώματα της Θεσσαλίας ζούν αυτόχθονες ορεινοί, Κουτσοβλάχοι και νομάδες Σαρακατσάνοι. Στα καμποχώρια στη δυτική λεκάνη της πεδιάδας, κατοικούν οι Καραγκούνηδες. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η ονομασία τους (Καραγκούνηδες) προέρχεται από το γεγονός ότι φορούσαν «επενδύτες» από μαύρο δέρμα προβάτου, δηλαδή «μαύρη - γούνα» και σε παρεφθαρμένα Τουρκικά «Καρά - γκούνα», πράγμα που τους έμεινε σαν παρωνύμιο…». Η άποψη αυτή που αναφέρει ο Γεώργιος Καββαδίας θεωρείται η πιθανότερη, διότι όπως προέκυψε από την παρούσα έρευνα, οι Καραγκούνηδες αρχικά κατοικούσαν στις παραλιακές Ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου (Απολλωνία, Αμαντία, Ωρικό, Επίδαμνο κ.ά), ύστερα όμως από την κατάκτηση της παράλιας ζώνης από τους Φράγκους και τις δραματικές κοινωνικές αλλαγές, μετακινήθηκαν με τις οικογένειές τους στις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας κατά μήκος της Εγναντίας οδού, σε πόλη ή περιοχή με την ονομασία «Άρβανον» και ζούσαν νομαδικά σε κοινωνίες κατά βάσει οικογενειακές (φάρες). Από την πόλη ή περιοχή «Άρβανον» ονομάσθηκαν «Αρβανιτοβλάχοι» και από το μαύρο ένδυμα (κάπα–συγκούνα) ονομάσθηκαν Καραγκούνηδες. Επίσης, ονομάζονταν και «Φρασαριώτες», οι προερχόμενοι από την περιοχή «Φράσσαρη» (Πρεμετή) της Βορείου Ηπείρου, που βρίσκεται μεταξύ του Μπερατίου και της Αυλώνας. Στην περιοχή της Θεσσαλίας οι περισσότεροι Καραγκούνηδες προέρχονται από την περιοχή «Φράσσαρη» και έφθασαν στην περιοχή αυτή τον 11ον αιώνα περίπου, όπως προκύπτει από εκκλησιαστικά έγγραφα, γράμματα Επισκόπων και δωρητήριες παραχωρήσεις.


3 / Οι «Γραικοβλάχοι ή Σαρακατσάνοι», είναι καθαρό νομαδικό - ποιμενικό, Ελληνικό φύλο, που έχει αρχαιοελληνική καταγωγή και οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Κοιτίδα των «Σαρακατσάνων» θεωρείται ο ορεινός όγκος της Πίνδου (Τζουμέρκα, Άγραφα, Παρυφές του Τυμφρηστού και η ευρύτερη περιοχή). Ο διασκοσπισμός των Σαρακατσάνων έγινε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και ιδίως την εποχή του Αλή πασά, που είχε μεγάλες συγκρούσεις με τους Σουλιώτες και ιδιαίτερα τον Κατσαντώνη (Αντώνη Μακρυγιάννη), που ήταν Σαρακατσάνος Οπλαρχηγός. Την περίοδο αυτή οι Σαρακατσάνοι μετακινήθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος και εκτός αυτής: Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, Βουλγαρία, Σκόπια κ.ά.




Σαρακατσάνοι


Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον Τομέα Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας του Τμήματος Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στον τομέα Γενετικής του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου Newcastle Upon Tyne, οι Σαρακατσάνοι παρουσιάζουν γενετική ομοιότητα με τον υπόλοιπο Ελληνικό πληθυσμό. Το 1993 ο Έλληνας ανθρωπολόγος Δρ. Άρης Πουλιανός, εξέδωσε βιβλίο: «Σαρακατσάνοι ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης», στο οποίο εμπεριέχεται η έρευνά του πάνω στον ανθρωπολογικό τύπο του έν λόγω πληθυσμού. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν, μετά από την έρευνα που πραγματοποίησε, είναι τα εξής: α / Οι Σαρακατσάνοι με όλα τα ανθρωπολογικά και παλαιανθρωπολογικά δεδομένα αναδεικνύονται ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης.β / Οι Σαρακατσάνοι αποτελούν μία αδιάλειπτη βιολογική συνέχεια του Homo sapiens και έχουν δεσμούς με τον Ελληνικό χώρο από την Παλαιολιθική Εποχή (700.000 π.Χ). γ / Η γλώσσα των Σαρακατσάνων, σύμφωνα με τα γλωσσολογικά δεδομένα, ήταν και είναι μόνο η Ελληνική, η οποία προφανώς πρωτοπαρουσιάζεται στα βουνά της Πίνδου (Τζουμέρκα, Άγραφα, Παρυφές Τυμφρηστού, εξ’ ου και η αναγωγή της καταγωγής τους σε αυτά τα μέρη, όπως δηλώνουν οι ίδιοι), πριν μερικές δεκάδες χρόνια, επιβιώνει κοινωνικά μέσα από την κλειστή οικογενειακή παράδοση των πρώτων προμηθευτών τροφής της ανθρωπότητας, που γίνονται πια οργανωμένοι ποιμένες, και η εξέλιξη του είδους με τη φυσική επιλογή φτάνει στη σημερινή του μορφή. Ετσι μπορεί να πει κανείς, ότι η Ελληνική γλώσσα, έμμεσα, αποτελεί την ρίζα της γλώσσας των «Σαρακατσάνων».


Αλλά και άλλοι Ιστορικοί ερευνητές, Έλληνες και ξένοι, παραδέχονται ότι οι «Σαρακατσάνοι» είναι «Έλληνες νομάδες» από την αρχαιότητα, ενδεικτικά αναφέρω τους εξής:
Α ΄ / Ο Δανός Hoed σε έρευνα του 1926 απέδειξε ότι η γλώσσα των «Σαρακατσάνων» είναι καθαρά Ελληνική, συνέχεια της Ομηρικής γλώσσας και ότι οι «Σαρακατσάνοι» είναι αρχαίο Ελληνικό φύλο.
Β ΄ / Ο Στέφανος Γρανίτσας στο έργο του: «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» χαρακτηρίζει τους «Σαρακατσάνους» ως τους «καταλαγώτερους Έλληνες».
Γ ΄/ Ο καθηγητής Δημ. Γεωργακάς απέδειξε ότι η «Σαρακατσάνικη» διάλεκτος είναι απαλλαγμένη από ξενισμούς.
Δ ΄/ Ο καθηγητής Θωμάς.Γ. Καλοδήμος, στο πόνημά του γιά τους «Σαρακατσάνους» αναφέρει: «…Όπως διαπιστώθηκε από ανθρωπολογικές μελέτες που έγιναν σε Σαρακατσάνους της Ελλάδος και της Βουλγαρίας, προέκυψε ότι είναι λαός ο οποίος έχει δεσμούς με τον Ελληνικό χώρο, από την Παλαιολιθική εποχή…».
Ε ΄/ Ο Αντ. Κεραμόπουλος αναφέρει ότι: «…Οι Σαρακατσάνοι είναι νομάδες Έλληνες, Ελληνόγλωσσοι εξ αμνημονεύτων χρόνων κατά την γεωμετρικήν τέχνην των κεντημάτων και των ξυλογραφιών των…».
Στ΄/ Η Αγγελική Χατζημιχάλη υποστηρίζει ότι: «…Όλα μας αναγκάζουν να παραδεχθούμε ότι οι Σαρακατσάνοι είχαν πιασμένα τα Ελληνικά βουνά από τα πανάρχαια χρόνια […] Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία. Περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί οι Σαρακατσάνοι. Ζούνε στούς κάμπους τον χειμώνα κι’ ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Η ζωή τους είναι ένα ταξίδι, μία αδιάκοπη μετακίνηση...».
Ζ΄/ Ο Παν. Αραβαντινός (1809–1870), που ασχολήθηκε με την Ιστορία των «Σαρακατσάνων», τους θεωρεί: «…λείψανα των αρχαίων νομάδων Α ι ν ι ά ν ω ν και Ηπειρωτών, ως καταδεικνύεται εκ των Εθνικών αυτών χαρακτηριστικών της γλώσσης δηλαδή, των ηθών και της φυσιογνωμίας […] καταχρηστικώς αποκαλούνται Σαρακατσάνοι, διότι ορμώνται εξ Ελλήνων και αυτόχρημα Έλληνες εισί…».


Για τους «Αινιάνες», που θεωρούνται πρόγονοι των Σαρακατσάνων, γίνεται αναφορά από τον ίδιο τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Β. 748), όπου αναφέρονται νομάδες ποιμένες, που ξεκαλοκαιριάζουν στα βουνά και ξεχειμωνιάζουν στα πεδινά: «…Ήλθε από τη Κύφο ο Γουνεύς με είκοσι δύο πλοία, Ενιήνες (Αινιάνες) και Περραιβούς αντρείους είχε μαζί του, όσοι στην κακοχείμωνη Δωδώνη κατοικούσαν, κι’ όσοι απ’τον Τιταρήσιον ποταμόν πότιζαν τους αγρούς τους, που χύνει μές τον Πηνειό τα όμορφα νερά του…». Επίσης στην Ιλιάδα (Σ. 587), γίνεται αναφορά για βοσκοτόπια, πρόβατα, στάνες, ξερόμαντες και καλύβες: «…Ο ξακουστός Κουτσοπόδαρος έκανε ένα μεγάλο βοσκοτόπι να βόσκουνε πρόβατα και αρνιά, σε όμορφο λαγκάδι και ακόμα στάνες και ξερόμαντρες και σκεπαστές καλύβες…»].
Ο μεγάλος Ιστορικός Πλούταρχος (46 – 127 μ.Χ, Κεφαλαίων Καταγραφή – Αίτια Ελληνικά ΧΙΙΙ - ΧΧΥΙ), αναφέρει για τους «Αινιάνες» («Ενιήνες»), οι οποίοι όπως προαναφέρθηκε θεωρούνται από πολλούς Ιστορικούς πρόγονοι των «Σαρακατσάνων», τα εξής: «…πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταστάσεις, πρώτων μεν γάρ οικούντες περί το Δώτιον Πεδίον, εξέπεσον υπό Λαπιθών είς Αιθίκας, παρά την Πίνδον οικούντας, εκείθεν της Μολοσσίας και την παρά τον Αραούαν χώραν κατέσχον, όθεν ονομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον Βασιλέα, του θεού προστάξαντος, είς την παρά τον Ίναχον χώραν κατέβησαν κατοικουμένην υπό Ιναχέων και Αχαιών (Αχαϊα Φθιώτιδα)…» (Ο Ίναχος είναι παραπόταμος του Σπερχειού και έχει τις κύριες πηγές του στην Οξυά. Όσον αφορά τους Ίναχείς που αναφέρει ο Πλούταρχος προφανώς εννοεί τους "Γραικούς" (Γραίους - Αγραίους), που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή και οι οποίοι αποτέλεσαν αργότερα με τους "Σελλούς - Ελλούς - Αινιάνες - Θεσπρωτούς" και άλλα συγγενικά φύλα μία Ομοσπονδία και περιφέρονταν από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση των κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους).


Ο Δημήτριος Ευαγγελίδης στο “Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών Φύλων” και συγκεκριμένα αναφερόμενος στους αρχαίους Ηπειρώτες και τους Θεσπρωτούς αναφέρει: «…Οι Αρχαίοι «Θεσπρωτοί» αποτελούσαν ένα είδος «Ομοσπονδίας» συγγενικών φύλων, όπως οι Σελλοί οι Γραικοί, οι Παραυαίοι, οι Κασσωπαίοι, οι Έλλοπες, οι Δωδωναίοι Αινιάνες, στην οποία είχαν προσχωρήσει και οι προέλληνες Δρύοπες, οι οποίοι ακολουθούσαν τους Θεσπρωτούς στις μετακινήσεις τους (…). Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η αρχαία Θεσπρωτία καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση από τον σημερινό νομό και από το Ιόνιο πέλαγος έφθανε μέχρι την Πίνδο και από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι τον ποταμό Θύαμι (Καλαμά) και βορειότερα…».


Όπως είναι γνωστό οι Αινιάνες είναι αυτοί που ονομάζονταν: Σελλοί, Ελλοί, Έλλοπες, Γραικοί, Δωδωναίοι, Κασσωπαίοι, Παραουαίοι κ.ά. Κάθε φορά που μετακινούντο σε νέα περιοχή έπαιρναν το όνομα της περιοχής. Ήταν γνήσιο ποιμενικό φύλο που μετακινήτο από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση βοσκοτόπων. Ξεκινώντας από το «Δώτιον πεδίον» της Περραιβίας μέσω της Πίνδου, έφθασαν έως την Μολοσσίαν και την Αραούαν χώραν (Βόρειο Ήπειρο), εν συνεχεία πάλι μέσω Πίνδου –Τυμφρηστού βρέθηκαν στα Κίρρα (Ιτέα) και τελικά ένα μέρος από αυτούς εγκαταστάθηκε σε μικρούς οικισμούς στην περιοχή του Ίναχου, τον παραπόταμο του Σπερχειού και εξακολουθούσε να ασχολείται με την κτηνοτροφία. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που υστέρησαν στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών και δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τον Δημόσιο και τον ιδιωτικό τους βίο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους σημερινούς «Σαρακατσάνους». Επειδή μετακινούνταν συνεχώς από περιοχή σε περιοχή, για την αναζήτηση βοσκοτόπων, δεν έχουν αφήσει σημάδια ανάπτυξης σε κάποια περιοχή, γι’αυτό υπάρχουν και πολλές απόψεις για την καταγωγή τους, ότι δηλαδή κατάγονται: από το Σακαρέτσι του Βάλτου (Σακαρετζάνοι), από την Αιτωλοακαρνανία, από τα Ζαγοροχώρια, το Μαλακάσι, το Συρράκο, το Σούλι, τα Άγραφα, την Ευρυτανία, τα Πράμαντα, τα Τζουμέρκα, την Ανατολική Ρωμυλία, ακόμη και από τις Συρακούσες της Σικελίας !!!.


Η αλήθεια είναι ότι οι «Σαρακατσάνοι» από την αρχαιότητα ήταν νομάδες - ποιμένες, η ζωή τους ήταν ένα ταξίδι, μία αδιάκοπη μετακίνηση. Περιφέρονταν στις περιοχές του Τυμφρηστού, των Αγράφων και μέσω της Πίνδου έφθαναν μέχρι την Βόρειο Ήπειρο, ξεκαλοκαιριάζοντας στα βουνά και ξεχειμωνιάζοντας στα πεδινά, χωρίς δική τους Γή και μόνιμη διαμονή και έχοντας για κατοικία πρόχειρες καλύβες από κλαδιά και ξύλινους πασσάλους, τις οποίες ονόμαζαν «Γραίκια» = κατοικίες των «Γραικών». Την ονομασία αυτή την διατήρησαν μέχρι σήμερα οι ποιμένες - νομάδες «Γραικοβλάχοι» - Σκηνίτες ή «Σαρακατσάνοι».


Το όνομα Σαρακατσάνοι, προέκυψε από τον 18ον αιώνα και μετά. Μέχρι τότε ονομάζονταν Γραικοί ποιμένες - νομάδες ή Γραικοβλάχοι - σκηνίτες, για να διακρίνονται από την άλλη «φάρα» των ποιμένων - νομάδων, που προέρχονταν από την Βόρειο Ήπειρο και τους οποίους ονόμαζαν"Αρβανιτοβλάχους". Οι απόψεις που προτάθηκαν για την προέλευση του δεύτερου ονόματος τωνΓραικοβλάχων (Σαρακατσάνοι), ότι δηλαδή κατάγονται : Από το Συρράκο της Ηπείρου ή από το ορεινό χωριό του Βάλτου το Σακαρέτσι ή από τις Συρακούσες της Σικελίας !!! κ.ά, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Επίσης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και η άποψη ότι το όνομαΣαρακατσάνοι προέρχεται από τις τουρκικές λέξεις καρά που σημαίνει μαύρος και κατσάν που σημαίνει φυγάς ανυπότακτος = Καρα-κατσάνος, διότι η ονομασία τους δεν είναι "Καρα-κατσάνοι", αλλά "Σαρα-κατσάνοι". Ενδιαφέρουσα άποψη για την ετυμολογία του όνοματός τους, είναι αυτή του Βασιλείου Σκαφιδά. Ότι δηλαδή η ονομασία των Σαρακατσάνων προήλθε από την "Κουτσοβλάχικη" λέξη σάρκα, που σημαίνει το λευκό μάλλινο πολύ ζεστό επανωφόρι, που μοιάζει με βελένζα ήφλοκάτα και το οποίο φορούσαν πάνω από όλα τα ρούχα τους οι τσοπάνηδες Σαρακατσάνοι, όταν έβοσκαν τα πρόβατά τους και την τουρκική λέξη κατσάν που σημαίνει φυγάς (Σαρ(κ)α- κατσάν = Σαρακατσάνος). Ο λόγος που έγινε αυτός ο διαχωρισμός από τους Κουτσοβλάχους είναι προφανής, ήθελαν να ξεχωρίζουν τους τσοπάνηδες Σαρακατσάνους από τους άλλους τσοπάνηδες τους"Αρβανιτοβλάχους" που φορούσαν και αυτοί το ίδιο επανωφόρι, αλλά σε μαύρο χρώμα και τους οποίους ονομάζανε "Καραγκούνηδες" (από την Τουρκική λέξη καρά που σημαίνει μαύρο και την Αλβανική λέξη γκούν, που σημαίνει ένδυμα - επανωφόρι : "καρά - γκούνα" = μαύρο επανωφόρι).


Ο Λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος, σχετικά με την "σεγκούνα" την "σάρκα" και την "φλοκάτα" αναφέρει τα εξής: «…Τη σ ε γ κ ο ύ ν α που ξέρουμε από την περιφέρεια του Πλατάνου, την λένε σ ά ρ κ α. Είναι το κυριώτερο χαρακτηριστικό ένδυμα σε τούτον τον τύπο της ντυμασιάς […] Πιο μακρυά απ’ την Κόνισκα της Αμπρακίας, στον Τέρνο της Ευρυτανίας, παρατηρείται διασταύρωση δύο τύπων στη ντυμασιά, εδώ είναι τα σύνορα της σ ά ρ κ α ς και του καππιού (κάππας).
[…] Πιό εκφυλισμένον τύπο Πλατανιώτικης σ ά ρ κ α ς φορούν στα Κραββαροχώρια, που γειτονεύουν με του Λιδωρικιού τα μέρη. Εδώ σεραδώνουν τη σεγκούνα με μαύρα σεράδια. Τη φορούν κι’ άπ’ την ανάποδη κι άπ’ την πρόσωπη. Σ’ άλλα χωριά παραπέρα, όπως στη Βοϊτσά, την Πενταγιούς, την Αρτοτίνα φορούν και σεγκούνες - φ λ ο κ ο τ έ ς χωρίς λαγγιόλια. Όταν βρίσκονται στις δουλειές αφήνουν το φλόκο απ’ όξω, άμα πάνε στην εκκλησία, παγγύρι, γάμο, τις φορούν απ’ την πρόσωπη που έχει και σεράδωμα. Στην Αρτοτίνα, άμα λυποκρατούν οι γυναίκες, φορούν τα σεγκούνια με φλόκο απόξω (ανάποδα) ως τις σαράντα. Στα μέρη τούτα η σεγκούνα είναι γνωστή με το όνομα σεγκούνι, που δε σημαίνει το ίδιο με τη σεγκούνα ή σάρκα. Σεγκούνα φορούσαν και μέσα στο Λιδωρίκι και στα γύρω χωριά. Μάλιστα σε κάμποσα και σήμερα φοριέται το σεγκούνι, αλλά τούτα εδώ τα σεγκούνια γίνονται λαγγιολωτά με πολλά λαγγιόλια και μακριά ως τα πόδια, κάτι σαν φ λ ο κ ά τ ε ς […] Η φ λ ο κ ά τ α είναι ο πρόγονος της πατατούκας, οι ραφτάδες που σήμερα ράβουν πατατούκες εκείνη την εποχή έρραβαν τις φλοκάτες. Γι’ αυτό τότε οι γυναίκες ύφαιναν μάλλινο δίμιτο σκουτί και το έφκειαναν κροσσωτό. Ύστερα το έφερναν και το μαντάνιζαν στο μαντάνι κι’ έτσι έβλεπες ένα ολόλευκο ύφασμα σαν εκείνο που σήμερα ακόμη φκειάχνουν τις τσέργες στα χωριά. Το σχήμα της φ λ ο κ ά τ α ς ήταν διαφορετικό από το σχήμα της πατατούκας. […] Τις καθημερινάδες που βρίσκονταν στις δουλειές τη φορούσαν ανάποδη, όπου είχε φλόκο…».
Η παραπάνω γλαφυρή ενδυματολογική περιγραφή του λαογράφου Δημητρίου Λουκόπουλου, σχετικά με την σάρκα, την σεγκούνα και την φλοκάτα, που φορούσαν οι Γραικο-ποιμένες - νομάδες, ταυτίζεται με την άποψη του Βασιλείου Σκαφιδά. Ότι δηλαδή η ονομασία των Σαρακατσάνων προήλθε από το πολύ ζεστό μάλλινο επανωφόρι τους, την σάρκα, που έμοιαζε με την φλοκάτα και την τουρκική λέξηκατσάν που σημαίνει φυγάς (Σαρ(κ)α - κατσάν = Σαρα-κατσάν = Σαρακατσάνος). Είναι δηλαδή κάτι αντίστοιχο με την προέλευση της ονομασίας των Καραγκούνηδων (Καρά - γκούνα = Μαύρη - γούνα = Καραγκούνης). Τέλος, κλείνοντας το θέμα της ονομασίας, θα ήταν παράλειψή μου να μην αναφέρω και μία επιχώρια άποψη η οποία θέλει την ονομασία των "Σαρακατσάνων" να προέρχεται από την λέξη"Σάρα", που σημαίνει απότομη πλαγιά και την λέξη κατσάν, που σημαίνει φυγάς (Σάρα - κατσάν = Σαρα-κατσάν(ος). Η ονομασία αυτή προέκυψε κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα την εποχή του Αλή πασά, ο οποίος είχε μεγάλες συγκρούσεις με τους επαναστάτεςΓραικο-ποιμένες (Δίπλα, Κατσαντώνη, Λεπενιώτη, Τσιόγκα, Μακρή, Λιακατά κ.ά). Την περίοδο αυτή έγιναν και οι μεγάλες μετακινήσεις των Γραικο-ποιμένων από τις περιοχές του Τυμφρηστού και των Αγράφων, που θεωρείται και η κοιτίδα τους, προς άλλες περιοχές (Μακεδονία, Θράκη, Βουλγαρία, Σκόπια κ.ά), προκειμένου να προστατευθούν από τις διώξεις του Αλή πασά. Συνεπώς οι ανυπότακτοι - φυγάδες (κατσάνοι) Γραικο-ποιμένες που μετακινούνταν μέσα από τις απότομες βουνοπλαγιές (σάρες)και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν τα στρατιωτικά σώματα του Αλή πασά, ονομάσθηκαν από τους Τούρκους "Σαρα- κατσάνοι".



Σαρακατσάνοι


Οι Σαρακατσάνοι δεν συγχρωτίζονταν και δεν ανακατώνονταν με τους άλλους νομάδες και ημινομάδες, είχαν γενικώς αυστηρή και απόλυτη ενδογαμία που διατηρήθηκε έως τα τελευταία χρόνια. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν αναφέρθηκε καμία περίπτωση εξισλαμισμού Σαρακατσάνου. Μετακινούμενοι διαρκώς στα βουνά και τους κάμπους ως σκηνίτες, διατήρησαν την γνησιότητά τους και την Ελληνική γλώσσα μέσα στους αιώνες, ενώ άλλοι συμπατριώτες τους έγιναν δίγλωσσοι ή και ξέχασαν την Ελληνική γλώσσα. Δεν έμειναν μόνο αυστηρά Ελληνόφωνοι μέσα στους αιώνες, αλλά υπήρξαν θερμοί, τίμιοι και αγνοί πατριώτες και έλαβαν μέρος σε όλους τους αγώνες του Έθνους με πολλούς επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές. Τα ψηλά βουνά που κατοικούσαν οι πληθυσμοί αυτοί, από την Πίνδο, τα Άγραφα και τα Βαρδούσια, ανάστησαν και έθρεψαν την Κλεφτουργιά. Ο Καραϊσκάκης, ο Κατσαντώνης και τα αδέλφια του, ο Τσιόγκας, ο Μακρής, ο Λεπενιώτης, ο Δίπλας, ο Βουκουβάλας, οι Λιακαταίοι, οι Συκάδες, οι Βλαχόπουλοι, οι Στορναραίοι, ο Καρατάσος (Τσάμης), ο Γαρέφης, ο Βαϊνάς είναι μερικά ονόματα από τους Σαρακατσάνους Οπλαρχηγούς και Κλέφτες, αλλά υπάρχουν χιλιάδες ακόμη ονόματα κλεφτών και αρματολών της οικογενείας των Σαρακατσάνων - Βλάχων που θυσίασαν την ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδος και δυστυχώς δεν έγιναν γνωστά και δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Στα «Γραίκια» - κονάκια των Σαρακατσάνων μαζεύονταν πολλές φορές οι Οπλαρχηγοί και οι Κλέφτες για να πάρουν αποφάσεις και να συντονίσουν τη δράση τους, μαζί με τους Τσελιγκάδες. Η αφορμή των σχέσεων αδελφοσύνης και φιλίας μεταξύ των βοσκών και των Κλεφτών, ήταν το μεγάλο μίσος κατά των Τούρκων, που ήταν κοινός εχθρός τους.


Και οι τρεις βλάχικες φάρες (Γραικο-βλάχοι, Αρβανιτο-βλάχοι, Κουτσο-βλάχοι), προέρχονται από την «Ομοσπονδία» των αρχαίων Ελληνικών φύλων που ήταν νομάδες ποιμένες (Αινιάνες, Δωδωναίοι, Σελλοί ή Ελλοί, Γραικοί, Θεσπρωτοί κ.λ.π), είχαν κοινή καταγωγή και κοινή κοιτίδα– πατρίδα την ραχοκοκαλιά της Πίνδου, από την οποία μετακινούνταν σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, αλλά και εκτός αυτής.
Και οι τρεις βλάχικες φάρες χρησιμοποιούσαν την «Ελληνική γλώσσα». Οι Γραικοβλάχοι (Σαρακατσάνοι), την Ελληνική γλώσσα κατ’ αποκλειστικότητα. Οι Κουτσοβλάχοι, την Ελληνική παράλληλα με το μικτό μόρφωμα της Ελληνο-λατινικής, τη λεγόμενη «Κουτσοβλάχικη» και οι Αρβανιτοβλάχοι, την Ελληνική παράλληλα με το μικτό μόρφωμα της Αλβανο-λατινικής την λεγόμενη «Αρβανίτικη».
Και οι τρεις βλάχικες φάρες ήταν «Χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι», ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, οι μεν «Γραικοβλάχοι» και «Αρβανιτοβλάχοι» αποκλειστικά με την νομαδική κτηνοτροφία (ποιμένες - σκηνίτες), οι δε Κουτσοβλάχοι κατά πλειονότητα, γιατί ένα μέρος από αυτούς ασχολούνταν και με άλλα επαγγέλματα, κυρίως με τις μεταφορές (κυραντζήδες) ράφτες, υποδηματοποιοί, κτίστες κ.λ.π.
Και οι τρεις βλάχικες φάρες, είχαν «ακραιφνή Ελληνική συνείδηση» και αγωνίσθηκαν μαζί με τους άλλους Έλληνες, τόσο κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όσο και κατά την Επανάσταση του 1821 και τους μετέπειτα αγώνες τους Έθνους. Για όσους αμφισβήτησαν την Ελληνικότητα των Βλάχων, με διάφορα ξενοκίνητα αυτονομιστικά εγχειρήματα, λόγου του ιδιαίτερου γλωσσικού ιδιώματος (Ελληνο-λατινικά), υπάρχει η αυταπόδεικτη απάντηση που είναι τα κοινά ήθη και έθιμα, οι χοροί, η Θρησκεία και η ενδυμασία με «Φουστανέλλα». Η Φουστανέλλα, κατ’εξοχήν ένδυμα των βλάχων, είναι η συνέχεια της πολεμικής εξάρτησης του Αχιλλέα και των στρατιωτών του (Χαλκοχιτώνες –Χαλκοθώρακες) καθώς και των Ελλήνων στρατιωτών των ιστορικών χρόνων (Ελληνικών πολεμικών θωράκων), που κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας προστέθηκαν στο κάτω μέρος πτυχές (κάθε χρόνο σκλαβιάς και μία). Η ονομασία της Φουστανέλλας δεν προέρχεται από την γυναικεία «φούστα», όπως νομίζουν ορισμένοι, αλλά προέρχεται από την λατινική λέξη «Φούστ», που σημαίνει πολεμική ενδυμασία, Φουσάτο, εξ' ού και το εμβατήριο: ... των εχθρών τα φουσάτα περάσαν... κ.λ.π. Συνεπώς, Φουστ(αν)Ελλάς = Φουστανέλλα = πολεμική ενδυμασία των Ελλήνων. [Για την πολεμική εξάρτηση του Αχιλλέα και των Ελλήνων – Μυρμιδόνων – Αχαιών στρατιωτών του, δηλαδή τους «Χαλκοχιτώνες – Χαλκοθώρακες», γίνονται πολλές αναφορές από τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Ραψωδίες: Γ. 251, Δ. 136, Κ. 21, Π.173, Σ.105). Επίσης, γίνονται αναφορές από τον Όμηρο και για τους «Ευζώνους» (τους καλά ζωσμένους με τα όπλα), στην Ιλιάδα (Ψ. 128– 130, Ψ. 256 – 261)].
Ότι η «Φουστανέλλα» είναι η εξέλιξη της πολεμικής «εξάρτησης» του Αχιλλέα και των Ελλήνων στρατιωτών των ιστορικών χρόνων, προκύπτει από ζωγραφιά του Αχιλλέα που βρέθηκε πάνω σε Αττικό ερυθρόμορφο αμφορέα (της περιόδου περί το 450 π.Χ), στην οποία εμφανίζεται ο Αχιλλέας με«Χαλκοθώρακα». Την ίδια περίοδο (480 π.Χ) στη μάχη των Θερμοπυλών, η πολεμική εξάρτηση των Ελλήνων στρατιωτών ήταν οι «Ελληνικοί Θώρακες», οι οποίοι είναι αντίγραφα των «Χαλκοχιτώνων - Χαλκοθωράκων» των Ελλήνων - Μυρμιδόνων στρατιωτών του Αχιλλέα. [Βλ. Συν. Φωτογραφίες: 1 & 2 / Ζωγραφιά του Αχιλλέα με «Χαλκοθώρακα», πάνω σε ερυθρόμορφο αμφορέα του 450 π.Χ. (Μουσείο Βατικανού). 3 / Οι «Ελληνικοί πολεμικοί θώρακες», της περιόδου περί το 480 π.Χ. (Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” Τ. Β΄. Σελ. 80, Μάχη των Θερμοπυλών) και 4 / Οι«Εύζωνοι», στην προεδρική φρουρά σήμερα].
Είναι τυχαίο ότι όλες οι φάρες των Βλάχων έχουν κοινό ένδυμα τη Φουστανέλλα, κοινούς χορούς, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή Θρησκεία και μάλιστα Χριστιανοί Ορθόδοξοι και όχι Καθολικοί ;
Επίσης, είναι τυχαίο ότι οι όλες φάρες των Βλάχων ονόμαζαν τις πρόχειρες κατοικίες τους «Γραίκια» = κατοικίες των «Γραικών» ;
[Όπως προαναφέρθηκε οι «Αινιάνες», οι οποίοι ήταν πρόγονοι των «Γραικοβλάχων», ονομάζονταν και Σελλοί και Ελλοί και Γραικοί. Επίσης, σύμφωνα με τον Παυσανία (10- 8, 2) οι «Αινιάνες» ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και μάλιστα υπερηφανεύονταν γι’αυτό].
Το «μόρφωμα διαλέκτου», το οποίο μιλούσαν οι «εκλατινισθέντες» Έλληνες (Βλάχοι) της Ηπείρου, της Μακεδονίας και άλλων περιοχών της Ελλάδος, που ονομαζόταν «Βλάχικη» διάλεκτος, συγγενεύει με το«μόρφωμα διαλέκτου», που μιλούσαν οι Έλληνες από το «Άρβανον» της Βορείου Ηπείρου και το οποίο ονομαζόταν «Αρβανίτικη» διάλεκτος. Προήλθε από τον «εκλατινισμό» των κατοίκων της Ελλάδος και της Βορείου Ηπείρου, κατά την μακρόχρονη παραμονή των Ρωμαίων στις περιοχές αυτές. Τόσο η «Ελληνική Βλάχικη» διάλεκτος (Ελληνο - λατινικά) όσο και η «Αρβανίτικη» διάλεκτος (Ελληνο-Αλβανο-λατινικά), είναι προφορικές γλώσσες και δεν έχουν γραπτή εκπροσώπηση. Συνεπώς η πρωτοβουλία του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας, να δημιουργήσει γραπτή Βλάχικη γλώσσα και να την διδάξει, θα πρέπει να πέσει στο κενό. Η Ελληνική Βλάχικη διάλεκτος έχει περισσότερες Ελληνικές λέξεις και λιγότερες Λατινικές και Αλβανικές, ενώ η «Αρβανίτικη» διάλεκτος έχει περισσότερες Αλβανικές λέξεις και λιγότερες Λατινικές και Ελληνικές. [Βλ. Ετυμολ. Λεξικό Ν. Νικολαϊδη].


Ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 – 1779), ο Εθνομάρτυρας και Άγιος της Εκκλησίας, ο διδάσκαλος και φωτιστής του Ελληνικού Γένους, για να περιορίσει και να εξαφανίσει από τους Έλληνες τη χρήση του Βλάχικου και του Αρβανίτικου γλωσσικού ιδιώματος, είχε φθάσει σε σημείο να δηλώσει: «…Όποιος Χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα στο σπίτι του να μη κουβεντιάζει Βλάχικα και Αρβανίτικα, άς σηκωθεί επάνω να μου είπη και να πάρω όλα τα αμαρτήματα είς τον λαιμόν μου, από τον καιρόν όπου εγεννήθηκε έως τώρα και να βάλω όλους τους Χριστιανούς να τον συγχωρέσουν…». Ο «Πατροκοσμάς» υπήρξε απόστολος όχι μόνο της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και της Ελληνικής παιδείας. Η παιδεία που διέδιδε ο Πατροκοσμάς απέβλεπε στην αναγέννηση του Έθνους και επειδή δεν υπήρχαν σχολεία έλεγε να μετατρέψουν τις Εκκλησίες σε σχολεία: «…για να συντελέσουν εις την διαφύλαξιν της ελευθερίας της πατρίδος μας…» […] Αι πολλαί Εκκλησίαι ούτε διατηρούν, ούτε ενισχύουν την πίστη μας. Η πίστη μας δεν εστερεώθει από αμαθείς Αγίους, αλλά από σοφούς και πεπαιδευμένους. Η Εκκλησία μας είναι εις την Ελληνικήν και αν δεν σπουδάσεις Ελληνικά, δεν ημπορείς να καταλάβεις εκείνα που ομολογεί η Εκκλησία μας…». Με υπονοούμενα και συμβολικές φράσεις, προσπαθούσε να εμπνεύσει στις ψυχές των υποδούλων Ελλήνων τον πόθο της παλιγγενεσίας και να συντηρήσει την ελπίδα για την έλευση του «ποθούμενου». Ο Πατρο–Κοσμάς συνελήφθη και θανατώθηκε στη Βόρειο Ήπειρο, στις όχθες του ποταμού Αψός (23 - 8 - 1779), ενώ προσπαθούσε να διδάξει την Ελληνική γλώσσα στους Έλληνες της περιοχής αυτής, που δεν μιλούσαν την μητρική τους γλώσσα την Ελληνική, αλλά μιλούσαν την «Αρβανίτικη» και την «Βλάχικη».


Από το 1860 μέχρι το 1913 η Ρουμανία οργάνωσε συστηματική και πολυδάπανη προπαγάνδα για προσηλυτισμό των Βλάχων σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων. Προγραμμάτισε και ενίσχυσε τη συγγραφή πλήθους κειμένων με θέμα την προέλευση των Βλάχων από τη Δακία ώστε να δίνεται η εντύπωση ύπαρξης αλύτρωτων Ρουμάνων. To 1905 πέτυχε, με διάταγμα του Σουλτάνου, να αναγνωρισθεί Κουτσοβλάχικη εθνότητα !!! (Ρουμανική μειονότητα) μέσα στη Βαλκανική Οθωμανική αυτοκρατορία και ίδρυσε σχολεία σε εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αργότερα της Ελλάδος. Όμως η πλειονότητα των Ελλήνων Βλάχων παρέμεινε αμέτοχη, απέρριψε την κηδεμονία της Ρουμανίας και διέσωσε την Ελληνικότητά της συνεχίζοντας να μορφώνεται με την Ελληνική παιδεία, να περιφρονεί τους λίγους Ρουμανίζοντες Βλάχους που ακολούθησαν τη Ρουμανική προπαγάνδα και να παλεύει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου και την προσάρτησή τους στην Ελλάδα.


Τα διάφορα ξενοκίνητα αυτονομιστικά εγχειρήματα του 1917 και του 1941- 44 είχαν παταγώδη αποτυχία, παρά την Ρουμανική προπαγάνδα με τεράστια οικονομικά μέσα, πιέσεις, διωγμούς και φοβερή βία. Τα φωνολογικά δεδομένα που υπάρχουν (ποιμενικοί και αγροτικοί όροι), διαφοροποιούν την Αρωμουνική (Ελληνική Βλάχικη) από την Ρουμανική. Στην Αρωμουνική υπάρχουν και αρκετές αρχαίες Ελληνικές λέξεις (Ομηρικές), που αποτελούν Ελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, ενώ στην Ρουμανική οι λέξεις αυτές είναι άγνωστες, συνεπώς η διαφοροποίηση είναι ουσιαστική. Επίσης, στην Αρωμουνική (Ελληνική Βλάχικη) λείπουν οι Δακικές λέξεις που υπάρχουν στη Ρουμανική γλώσσα. Για τον λόγο αυτό οι Έλληνες Βλάχοι και μετά την επίσημη υπαγωγή τους σε «Ρουμανική μειονότητα», κατά την Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, συνέχισαν την Εθνική Ελληνική αντίσταση κωφεύοντας στα δελεαστικά κηρύγματα και απορρίπτοντας πλουσιοπάροχες παραχωρήσεις. Έγγραφα από το αρχείο του Ρουμανικού Υπουργείου Εξωτερικών αποδεικνύουν τις προσπάθειες της Ρουμανίας να προσεταιριστεί τους Έλληνες Βλάχους. Είναι γνωστό ότι σε κάθε οικογένεια Ελλήνων Βλάχων, που συγκατένευε στην εγγραφή του παιδιού της σε Ρουμανικό σχολείο, θα δινόταν συσίτιο, θα αντικαθίστατο η καλύβα τους με πέτρινο σπίτι, θα δινόταν μηνιαίο επίδομα αρκετό για την συντήρησή της !!!. κ.ά, Όμως, οι Έλληνες Βλάχοι δεν υπέκυψαν στον πειρασμό, προτιμούσαν τα Ελληνικά σχολεία και κατέστησαν άχρηστα τα διπλωματικά, εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά προνόμια των Ρουμάνων. Διότι οι Έλληνες Βλάχοι, αν και λατινόφωνοι, εμφορούνται από γνήσια Ελληνικά φρονήματα και πρωτοστάτησαν στην Εθνική αναγέννηση του Ελληνισμού. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου I. Coteanu, διακηρύσσει μεταπολεμικά, το 1959, ότι: «…οι Έλληνες Βλάχοι ποτέ δεν είχαν συνείδηση ότι αποτελούσαν μέρος του Ρουμανικού λαού».




Αρβανίτες


Το τελευταίο διάστημα εμφανίστηκαν σχολεία στη Βέροια και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, που δηλώνουν ότι διδάσκουν την«Βλάχικη γλώσσα» και προσελκύουν μικρά παιδιά Ελλήνων Βλάχων. Όπως όμως προαναφέρθηκε τόσο η «Βλάχικη» όσο και η«Αρβανίτικη» διάλεκτος είναι προφορικέςγλώσσες και δεν έχουν γραπτή εκπροσώπηση, συνεπώς τα σχολεία αυτά δεν διδάσκουν το ιδίωμα της Ελληνο-βλάχικης διαλέκτου αλλά την Ρουμανική γλώσσα που έχει κάποια κοινά στοιχεία με την Ελληνο-βλάχικη διάλεκτο. Η Ελληνική πολιτεία θα πρέπει να προσέξει πάρα πολύ αυτό το θέμα διότι πρόκειται για διδασκαλία της Βλαχο- Ρουμανικής γλώσσας και όχι τηςΒλαχο- Ελληνικής. Όπως προαναφέρθηκε οι σημερινοί Ρουμάνοι είναι εκλατινισμένοι (Βλάχοι) Δάκες (Δακορουμάνοι) και δεν έχουν καμία σχέση με τους εκλατινισμένους (Βλάχους) Έλληνες. Η γλώσσα των Δακο-ρουμάνων Βλάχων αποτελείται κατά το πλείστον από λέξεις Λατινικές και Δακικές, ενώ η γλώσσα των Ελλήνων Βλάχων αποτελείται κατά το πλείστον από λέξεις Ελληνικές και Λατινικές. Εάν δεν ξεκαθαρίσουν τα πράγματα από την αρχή, δηλαδή να γνωρίζουν οι μαθητές ότι η γλώσσα που διδάσκονται είναι Ρουμανική (η οποία προσομοιάζει με την Ελληνο - Βλάχικη) και όχι Ελληνο -Βλάχικη, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος στο μέλλον να τεθεί θέμα Ρουμανικής μειονότητας συνεπεία του γλωσσικού και τότε θα είναι πολύ αργά.


Ο Ιωάννης.Γ. Βορτσέλας, "Φθιώτις 1907", σελ. 295, για το θέμα των «Βλάχων» αναφέρει: «…Η νεωτέρα έρευνα (R. Roseher Romanisehe studien 1871 σελ. 73 – 145. Hopf Τόμ. 85. σελ. 164-165), διακρίνει έν τοις Βλάχοις δύο κύρια Τμήματα. Οι Βόρειοι Βλάχοι οι αποτελούντες το κύριον πλήθος των Βλαχικών καλουμένων λαών, οι Δακορρωμάνοι, κατάγονται έκ των Ρωμαίων εποίκων και των εκρωμανισμένων Δακών, ούς ο αυτοκράτωρ Αυρηλιανός, κατά το 271 μ.Χ έκ της αρχαίας Δακίας μετώκησεν είς την Μοισίαν, έτι δε εκ των λειψάνων των πολυαρίθμων Ρωμαίων οικητόρων, των παρά τον Δούναβιν Ρωμαϊκών πόλεων. Το δε μικροτέραν έκτασιν έχον νότιον τμήμα, οι Βλάχοι της Μακεδονίας και της ορεινής Θεσσαλίας, οι πλείστα έχοντες στοιχεία Ελληνικά έν τη γλώσση και τοις έθεσιν αυτών, προήλθον έκ του εκρωμανισθέντος μέρους των έν Θράκη, Μακεδονία και έν τισιν Ελληνικές χώραις, και έν ταις ορειναίς της Θεσσαλίας οικούντων άλλων τε και Ελληνικών λαών. Ούτοι οι Αρουμάνοι ή Κουτσοβλάχοι, ουδεμίαν σχέσιν έχουσι προς τους πέραν του Δουναβίου Βλάχους, ών ουδέ την γλώσσαν εννοούσι καλώς, διότι η μέν γλώσσα των πέραν του Δουναβίου οικούντων Βλάχων αποτελείται κατά το πλείστον έκ λέξεων Λατινικών και Δακικών, η δε των Βλάχων της Μακεδονίας και της ορεινής Θεσσαλίας αποτελείται κατά το πλείστον έκ λέξεων Λατινικών και Ελληνικών, ως συνάγεται έκ της ετυμολογίας των λέξεων εκατέρας των γλωσσών τούτων ...».


Στην Εγκυκλοπαίδεια "Νέα Δομή", μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής: «Βλάχοι», έτσι ονομάσθηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά εκρωμανίστηκαν, όπως έγινε με τους Ιλλυριούς της Αλβανίας. […] Οι Βλάχοι της Ελληνικής Πίνδου απόδειξαν και στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και περισσότερο στην Τουρκοκρατία ότι είχαν σφυριλατήσει τον ίδιο Εθνικό χαρακτήρα με τους συντοπίτες τους Έλληνες. Διακρίθηκαν στους Εθνικούς αγώνες εναντίον των Τούρκων, ονομαστές Βλάχικες οικογένειες αρματολών και κλεφτών και αργότερα Εθνικών ευεργετών. Μία αποτυχημένη απόπειρα δημιουργίας διάστασης με το Ελληνικό στοιχείο και αναζωπύρωσης του δήθεν Ρουμανικού Εθνισμού των Βαλκανίων έκανε ο Μουσολίνι, στην περίοδο της κατοχής (1941 -1944), με την ανακήρυξη της περιοχής της Πίνδου σε «Πριγκιπάτο της Πίνδου». Για την αναμφισβήτητη Ελληνικότητα των Βλάχων (Γραικοβλάχων και Αρβανιτοβλάχων), μιλάει ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης…»


Συμπέρασμα: Ο όρος «Βλάχος ή Αρωμάνος», εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο όταν άρχισε η Ρωμαϊκή κυριαρχία και ο «εκλατινισμός» των Ευρωπαϊκών χωρών αρχικά και έν συνεχεία των Βαλκανικών (3ο και 2ο π.Χ αιώνα). Εκλατινισμένοι πολίτες (λατινόφωνοι) = «Βλάχοι» υπήρξαν σε όλα τα κράτη, όμως η Εθνική συνείδηση του κάθε εκλατινισμένου πολίτη ήταν διαφορετική από κράτος σε κράτος. Δηλαδή, οι Έλληνες «εκλατινισθένες» (Έλληνες - Βλάχοι) είχαν Ελληνική Εθνική συνείδηση. Οι Δάκες «εκλατινισθένες» (Δακο-ρουμάνοι - Βλάχοι) είχαν Ρουμανική Εθνική συνείδηση. Οι Σλάβοι «εκλατινισθέντες» (Σλάβοι - Βλάχοι) είχαν Σλαβική Εθνική συνείδηση κ. ο. κ




Αρβανίτες


Επίσης, ο όρος «Αρβανιτοβλάχος», εμφανίσθηκε την ίδια περίοδο και αφορούσε κυρίως τον «εκλατινισμένο – λατινόφωνο» νομάδα – ποιμένα, που προερχόταν από την πόλη «Άρβανον», αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Οι «Αρβανιτοβλάχοι» είχαν πάντοτε Ελληνική Εθνική συνείδηση, διότι ήταν Έλληνες απόγονοι των «Θεσπρωτών», των «Γραικών», των «Σελλών ή Ελλών», των «Ελλόπων», των «Δωδωναίων Αινιάνων» και των άλλων αρχαίων Ελληνικών φύλων. Συνεπώς, οι«Αρβανιτο-βλάχοι» που βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα δεν αποτελούν κάποια ξεχωριστή φυλή που εξελλινίσθηκε, αντιθέτως αυτό το τμήμα του Ελληνισμού που βρέθηκε κατά την Ρωμαϊκή κυριαρχία στη Βόρειο Ήπειρο «εκλατινίσθηκε». Το μόρφωμα της διαλέκτου που αποτελεί «κράμα» αρχαίων Ελληνικών, Ιλυρρικών, και Λατινικών λέξεων και το οποίο ονομάζεται «Αρβανίτικη» διάλεκτος, επεκράτησε κατ’ανάγκη λόγω της Ιστορικής συγκυρίας και μάλιστα είναι μόνοπροφορική διάλεκτος. Η κάθε προσπάθεια που γίνεται σήμερα από ορισμένους απογόνους των «Αρβανιτο-βλάχων», για την διατήρηση της «Αρβανίτικης» διαλέκτου όχι μόνο δεν έχει κάποια έννοια, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ύποπτος και αντεθνική. Τόσο η «Αρβανίτικη» διάλεκτος όσο και η «Βλάχικη», χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες πολίτες των συγκεκριμένων περιοχών και μόνο για εκείνη την δύσκολη για τον Ελληνισμό χρονική περίοδο. Αυτά δεν τα λέγω μόνο εγώ σήμερα, τα έλεγε ο πατρο - Κοσμάς ο Αιτωλός πριν από 230 περίπου χρόνια, αλλά και ο Αδαμάντιος Κοραής κ.ά. Η Ελληνική γλώσσα είναι η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου και δεν έχει ανάγκη να δανείζεται λέξεις και μάλιστα αντιαισθητικές. Όπως για παράδειγμα οι λέξεις «μαγαζί» και «μαγαζάτορες», που μας βομβαρδίζουν καθημερινώς τα κανάλια, ενώ υπάρχουν οι αντίστοιχες Ελληνικές λέξεις «κατάστημα» και «καταστηματάρχης». (Καταστηματάρχης = ο Άρχοντας του καταστήματος και όχι ο…. Άτορας !!! (Μαγαζάτορας). Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες περιπτώσεις, αλλά για την οικονομία του χώρου δεν θα το κάνω. Οι απόγονοι των «Αρβανιτοβλάχων» θα πρέπει να αισθάνονται υπερήφανοι για την καταγωγή τους, διότι οι προγονοί τους από το «Άρβανον» της Βορείου Ηπείρου, μαζί με τους «Γραικοβλάχους» της Κεντρικής Ελλάδος, διατήρησαν την Ελληνικότητά τους περισσότερο από όλους τους άλλους Έλληνες. Όσον αφορά το «Αλβανο-λατινικό μόρφωμα» της διαλέκτου, που δέχθηκαν στη γλώσσα τους λόγω της Ιστορικής συγκυρίας, δεν έχει καμία έννοια σήμερα να το συνεχίζουν.


Έρευνα - Επιμέλεια κειμένου : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Πηγή: Παλαιοχώριον Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος


http://pirforosellin.blogspot.gr/

Περισσότερα... »