Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Μια εθνικής σημασίας ανάλυση του Οικονομολόγου Γιώργου Δουδούμη. Μελετήστε την!


ΠΡΟΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ 
Γεώργιος Ε. Δουδούμης
Αθήνα, 18 Μαρτίου 2013
Στην πεντηκονταετή και πλέον ιστορία της ευρωπαϊκής συμβίωσης των κρατών-μελών ανέκυψαν συχνά προβλήματα, αρκετά των οποίων υπήρξαν σύνθετα και ως εκ τούτου δυσεπίλυτα.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι εταίροι κατέληγαν σε συμβιβασμούς βοηθούντος ενίοτε και κάποιου από μηχανής θεού. Με την υιοθέτηση όμως του κοινού νομίσματος η συμβίωση έγινε πολύπλοκη και εξαιρετικά δύσκολη διότι απαιτούνται οι ίδιες επιδόσεις από πολλές σε αριθμό και διαφορετικές σε ποιότητα και αποδόσεις οικονομίες. Πρόκειται για έναν οικονομικό συνεταιρισμό, στον οποίο συμμετέχουν χώρες με διαφορετικές δυνατότητες ουσιαστικής συμβολής η κάθε μια.
Είναι κοινώς αποδεκτό, ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει συνδυασμό βασικών λειτουργικών ανεπαρκειών, που την κατατάσσουν σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τις περισσότερες από τις υπόλοιπες 16 οικονομίες της ευρωζώνης. Σε σύγκριση με την πρότερη κατάσταση, δηλ. με την Ελλάδα να έχει εθνικό νόμισμα τη δραχμή και τεράστιο δημόσιο χρέος σε ξένο συνάλλαγμα, η συμμετοχή της Ελλάδος στην ευρωζώνη κρίνεται επωφελής για την ελληνική οικονομία. Πρώτα υπήρχε παραγωγή σε δραχμές και χρέη σε συνάλλαγμα με συνέπεια να αυξάνει το εξωτερικό δημόσιο χρέος κάθε μέρα εξ αιτίας αλλαγών των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που είχαν οδηγήσει τη δραχμή σε υποτιμήσεις και σε διαρκείς διολισθήσεις έναντι των ισχυρών νομισμάτων, στα οποία βέβαια η Ελλάς είχε δανειστεί. Με άλλα λόγια, κάθε μέρα που ανέτελλε ο ήλιος το ελληνικό εξωτερικό χρέος εκφρασμένο σε δραχμές ήταν αυξημένο σε σχέση με την προηγούμενη μέρα χωρίς η Ελλάς να είχε δανειστεί πρόσθετα ποσά. Τώρα υπάρχει παραγωγή σε ευρώ και το χρέος είναι σε ευρώ ή στο περίπου ισοδύναμο δολλάριο και μπορεί λογικά να αναμένει κάποιος, ότι το χρέος μπορεί να πληρωθεί με λίγη καλή προσπάθεια, εφόσον η διαχείριση των οικονομικών στη χώρα γίνεται με ορθολογικό τρόπο, συνετά και χωρίς σπατάλες.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι το ευρώ κρίνεται ως ένα υπερτιμημένο νόμισμα για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, από μία άλλη άποψη η Ελλάς έχει ένα πρόσθετο όφελος έχοντας ως επίσημο νόμισμα το ακριβό ευρώ και όχι τη φθηνή δραχμή. Εφόσον η Ελλάς, κακώς, πραγματοποιούσε ετήσιες εισαγωγές σε αξία τρεις έως τέσσερις φορές μεγαλύτερη της αξίας των ελληνικών εξαγωγών (τουλάχιστον μέχρι πριν δύο χρόνια), πλήρωνε για τις εν λόγω εισαγωγές μικρότερο τίμημα σε σχέση με αυτό που θα πλήρωνε αν είχε ένα αδύναμο εθνικό νόμισμα. Από την άλλη μεριά το ισχυρό και υπερτιμημένο ευρώ αποτελούσε εμπόδιο στις εξαγωγικές προσπάθειες της Ελλάδος, αλλά λόγω της μικρής αξίας των ελληνικών εξαγωγών το τελικό αποτέλεσμα ήταν ευνοϊκό για το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο σε σχέση με το ισοζύγιο που θα διαμορφωνόταν αν αντί του ευρώ υπήρχε ένα μη ισχυρό εθνικό νόμισμα όπως ήταν η δραχμή μέχρι την αντικατάστασή της.
Όμως, από μια πιο ουσιαστική άποψη και σε πιο μακροχρόνια θεώρηση το ισχυρό ευρώ που δεν αντανακλούσε μια εύρωστη οικονομία, αλλά ήταν το νόμισμα μιας αδύναμης ελληνικής οικονομίας, «φούσκωσε» τις τιμές των προϊόντων και τους μισθούς, που όμως δεν ανταποκρίνονταν σε αξία στο ισχυρό ευρώ. Οι εν λόγω ανατιμήσεις των προϊόντων και οι αυξήσεις των μισθών μετά την αλλαγή του νομίσματος (από τη δραχμή στο ευρώ) δεν ανταποκρίνονταν ούτε στην πραγματική αξία των προϊόντων, ούτε στην παραγωγικότητα της εργασίας με αποτέλεσμα να ζητηθεί στο τέλος του πάρτυ να γίνουν επώδυνες διορθώσεις, που γύρισαν τους οικονομικούς δείκτες κάποια χρόνια πίσω και αυτό βέβαια μετά από έναν μακράς διάρκειας εκτροχιασμό δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό χωρίς κραυγές, πόσο μάλλον όταν έγιναν λάθη επί λαθών και πλήθος αδικιών και τα σπασμένα των περασμένων ετών δεν κατανεμήθηκαν δίκαια, αλλά πληρώθηκαν δυσανάλογα από μερίδα των πολιτών και μάλιστα από αυτούς που είχαν επωφεληθεί λιγότερο από το οικονομικό παραστράτημα της χώρας. Αν τα βάρη είχαν επιμεριστεί δίκαια, το φορτίο για τον καθένα θα ήταν υποφερτό και η οικονομία δεν θα είχε οδηγηθεί σε τέτοιου βαθμού ύφεση επί τόσα χρόνια. Δυστυχώς, τη διαχείριση την πραγματοποίησε μια πολιτική ηγεσία κατωτάτης στάθμης,  ανεύθυνη, ανίκανη και διεφθαρμένη, που εκτός από την οικονομική καταστροφή στην οποία οδήγησε τη χώρα δυσφήμησε πολλαπλώς το όνομα της Ελλάδος στο εξωτερικό υποβαθμίζοντας το κύρος της σε τριτοκοσμικό επίπεδο.
Εύλογα λοιπόν τέθηκε το ερώτημα: Πρέπει η Ελλάς να κρατηθεί στη ευρωζώνη και γιατί; 
Η απάντηση μέχρι κάποια χρονική στιγμή μπορούσε να δοθεί γρήγορα και ήταν θετική, αλλά από ένα σημείο και μετά, με δεδομένο τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος από τους «εταίρους» μας, δικαιολογείται να υφίσταται ένας έντονος σκεπτικισμός. Όμως οι εξελίξεις αποκάλυψαν, ότι υφίσταται γενικότερα πρόβλημα ευρωζώνης και η κρίση που εμφανίστηκε ταχύτατα και στις Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Κύπρο έχει κάνει ήδη ζημιά που δεν διορθώνεται με τους πρόχειρους μηχανισμούς που στήθηκαν με καθυστερήσεις. Ασθενής δεν είναι μόνο η Ελλάς. Εκτός των άλλων πασχόντων από «μεσογειακή αναιμία» η ευρωζώνη η ίδια ασθενεί πλέον βαριά και υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι πιθανότητες αποκατάστασης της υγείας της λιγοστεύουν όσο κυλάει ο χρόνος. Άρα το ερώτημα αν θα βγει η Ελλάς από το ευρώ ή όχι έχει περιορισμένη σημασία μπροστά στις ορατές εξελίξεις, που αφορούν την ίδια την ευρωζώνη και κατ’ επέκταση την ίδια την Ευρ. Ένωση.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα εθελοτυφλούμε συστηματικά. Οι σήμερα κυβερνώντες επαναπαύονται στις διαβεβαιώσεις τρίτων, ότι η Ελλάς δεν θα βρεθεί εκτός ευρωζώνης και δεν αντιλαμβάνονται ότι πλησιάζει η ημερομηνία λήξης της ευρωζώνης. Αντί λοιπόν να ασχολούμεθα με το αν συμφέρει την Ελλάδα το ευρώ ή η δραχμή πρέπει να ασχοληθούμε με την προετοιμασία της επόμενης φάσης της εθνικής μας πορείας.
Στο διά ταύτα, θεωρείται βέβαιο ότι η ευρωζώνη ως νομισματικός μηχανισμός δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ικανοποιώντας συγχρόνως ανόμοιους και μη συμβατούς μεταξύ τους οικονομικούς οργανισμούς. Οι απόπειρες αποτελεσματικών διορθωτικών κινήσεων τα τελευταία 2-3 χρόνια έδωσαν απλά μια παράταση στην προβληματική ύπαρξη της ευρωζώνης προσφέροντας κατά κάποιο τρόπο τον χρόνο στους ευρισκόμενους εντός του υπό κατάρρευση οικοδομήματος να σκεφθούν πώς θα το εγκαταλείψουν χωρίς πανικό, ώστε να αποφύγουν τα χειρότερα. Όπως πολύ εύστοχα έχει διατυπωθεί, το Ενιαίο Ευρωπαϊκό Νόμισμα αποδείχθηκε Ενιαίο Ευρωπαϊκό Νόμιζα.
Οι λύσεις που προβάλλουν ως πιο πιθανές είναι είτε 
(α) διάλυση της ευρωζώνης, είτε 
(β) επιμήκυνση του βίου της με ριζικές αλλαγές στη λειτουργία της, είτε 
(γ) κάποια μορφή διάσπασής της. 
Η όποια λύση επιβληθεί θα έχει τις αντίστοιχες πιθανές συνέπειες στο σύνολο της ΕΕ, ήτοι 
(αα) διάλυση, 
(ββ) επιβίωση μέχρι νεωτέρας με μετατροπές, 
(γγ) διάσπαση.
(α) Διάλυση της ευρωζώνης
Ενδεχόμενη διάλυση της ευρωζώνης με πλήρη κατάργηση του ευρώ είναι όχι μόνο πιθανή, αλλά και συμφέρουσα για πολλούς, όχι μόνο εκτός, αλλά και εντός ευρωζώνης. Οι οικονομικώς πολύ ισχυρές χώρες της ευρωζώνης είναι πολύ πιθανόν να επιλέξουν να συνεχίσουν μόνες τους την ανηφόρα που αντιμετωπίζουν εν μέσω ενός αυξανόμενου οικονομικού ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και να απαλλαγούν από τα βαρίδια που τους περιορίζουν τον αναπτυξιακό δυναμισμό και τους στερούν την αναγκαία ευελιξία, η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να αντιδρούν επιτυχώς στις όποιες προκλήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Ο κόσμος δεν είναι πλέον αυτός που ήταν όταν σχεδιάστηκε η Ευρ. Ένωση. Τότε υπήρχαν εκτός Ευρώπης, ως μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, μόνον οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Σήμερα η Κίνα διεκδικεί για το κοντινό μέλλον την πρωτιά από τις ΗΠΑ και επαρκώς αιτιολογημένες φιλοδοξίες για σημαντικό μερίδιο στην παγκόσμια πίτα προβάλλουν η Βραζιλία, η Ινδία, η Ρωσσία, ενώ στην Ευρώπη έχει γιγαντωθεί η Γερμανία, η οποία ασφυκτιά στο ευρωπαϊκό της κοστούμι. Η Αγγλία (ακόμη και μετά μια ενδεχόμενη ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας) και η Γαλλία προβλέπεται να παραμείνουν μεταξύ των κορυφαίων οικονομικών δυνάμεων στο διεθνές σκηνικό όπως και η Ιαπωνία. Ακόμη και η φαινομενικά μεσαίου μεγέθους, λόγω έκτασης και πληθυσμού, Ολλανδία βρίσκεται μεταξύ των πρωταγωνιστών του διεθνούς εμπορίου κατέχοντας την 7η θέση στις εξαγωγές παγκοσμίως (2011), σε καλύτερη θέση από την Ιταλία (8η), τη Ρωσσία (9η) και το Ην. Βασίλειο (10ο). Αντίστοιχα υπολογίσιμη είναι η Νότ. Κορέα ευρισκόμενη στην 6η θέση. Για λόγους σύγκρισης αναφέρεται ότι η Ελλάς κατέχει την 65η θέση.
(β) Επιμήκυνση του βίου της ευρωζώνης με ριζικές αλλαγές
Σε μια ύστατη προσπάθεια να διατηρηθεί το οικοδόμημα, με την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει να αποφέρει μεγάλα οφέλη στις ηγετικές δυνάμεις της ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία), ενδέχεται να επιχειρηθούν ριζικές μεταβολές με βαθιές τομές, ώστε να αποφευχθεί προσωρινά ο κίνδυνος που κρύβει πάντα μια μοναχική πορεία στο διεθνή οικονομικό στίβο για ισχυρές χώρες που θέλουν να κάνουν πρωταθλητισμό. Τέτοιου είδους ριζικές μεταβολές θα είχαν επιπτώσεις στη δημοσιονομική ανεξαρτησία των χωρών-μελών και πιθανότατα στην εθνική τους κυριαρχία, εφόσον θα ήταν αναγκαίο να εκχωρηθούν εθνικές αρμοδιότητες σε νέους ευρωπαϊκούς θεσμούς με απόλυτο έλεγχο σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο, ότι μια τέτοια προσπάθεια θα έριχνε νερό στο μύλο των επιχειρημάτων του Ην. Βασιλείου, το οποίο ενδεχομένως να έπειθε και άλλες χώρες να αντισταθούν (με δεδομένο το προηγούμενο του ναυαγίου των δημοψηφισμάτων για το «ευρωπαϊκό σύνταγμα», που είχαν προσπαθήσει κάποιοι να επιβάλλουν) με πιθανή συνέπεια ένα βαθύ ρήγμα τουλάχιστον μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης και των εκτός ευρωζώνης χωρών της Ευρ. Ένωσης.  Επίσης δεν είναι σίγουρο, ότι οι όποιες ριζικές αλλαγές, που ενδεχομένως θα προταθούν, θα κριθούν κατάλληλες και αποτελεσματικές και θα πείσουν για την αναγκαιότητά τους. Σε μια κλονισμένη (αν όχι διχασμένη) Ευρώπη των 28 (μετά την αναμενόμενη ένταξη της Κροατίας στην Ευρ. Ένωση τον Ιούλιο 2013), με το κλίμα φορτισμένο λόγω της ύφεσης και της συνακόλουθης ανεργίας και εν μέσω αυστηρών δημοσιονομικών μέτρων είναι μάλλον άσχημη στιγμή να επιχειρηθούν τόσο βαθιές τομές χωρίς να υπάρχει σαφής βεβαιότητα ότι αυτές θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, η λύση αυτή φαίνεται να έχει τις λιγότερες πιθανότητες, παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα η Ευρ. Ένωση έχει διακριθεί στο να καταλήγει σε συμβιβαστικές μεσαίες λύσεις που ικανοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη-μέλη. Τα όποια πρόσφατα μέτρα ελήφθησαν για τη διάσωση της ευρωζώνης και οι σχετικοί πανηγυρισμοί δεν ξεγελούν και δεν αλλάζουν την πραγματικότητα, ότι δηλαδή με αυτά απλά κάποιοι κέρδισαν χρόνο μέχρις ότου η παγκόσμια οικονομική κατάσταση πάψει να καλύπτεται από τη σημερινή ομίχλη.
(γ) Διάσπαση της ευρωζώνης
Η λύση αυτή φαίνεται να έχει τις περισσότερες πιθανότητες ως επιλογή δεδομένου ότι, ασχέτως του είδους της διάσπασης, μπορεί να εμφανισθεί ως μια συμβιβαστική λύση και να χαιρετιστεί μάλιστα και ως ακόμη μια επιτυχία με το σκεπτικό, ότι το όποιο διαζύγιο θα είναι συναινετικό και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι -και αυτοί που θα φύγουν και αυτοί που θα παραμείνουν- ασχέτως του ποίοι θα φύγουν και ποίοι θα μείνουν. Σημαντικό σε μια τέτοια εκδοχή είναι το πώς θα συνεχίσουν αυτοί που θα φύγουν. Ήδη έχουν μελετηθεί δύο πιθανές εκδοχές για την ενδεχόμενη διάσπαση της ευρωζώνης.
Η πρώτη εκδοχή αφορά τα αδύναμα μέλη με πρώτες την Κύπρο και την Ελλάδα. Το σκεπτικό είναι απλό και λογικό. Όποιος δεν μπορεί να τρέξει άλλο εγκαταλείπει. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι καταρχήν εξεταστέο τί έκταση θα πάρει η διάσπαση, δηλαδή πόσοι είναι αυτοί που δεν αντέχουν άλλο. Αν είναι να αποτραπεί η αναγκαστική αποχώρηση μόνο της Κύπρου ή της Ελλάδος, το κόστος διάσωσης αξίζει τον κόπο, εφόσον δεν θα διακινδυνεύσει ολόκληρο το ευρωπαϊκό νομισματικό οικοδόμημα, διότι τα μεγέθη είναι μικρά και μπορούν να καλυφθούν, οπότε δεν υφίσταται ζήτημα. Άλλο πράγμα βέβαια η γερμανική απληστία, που όποτε μπορεί επιχειρεί να βγάλει και από τη μύγα ξύγκι, όπως δείχνει και η τρέχουσα γερμανική «αλληλεγγύη» στην Κύπρο. Άρα το θέμα αφορά τουλάχιστον 2-3 χώρες μεταξύ των οποίων τουλάχιστον μια μεγάλη (Ιταλία ή Ισπανία). Στη συνέχεια είναι εξεταστέο τί κόστος (οικονομικό και μη) θα είχε η αποσύνδεση τόσο για τους μεν όσο και για τους δε. Πρόσθετα, θα πρέπει να μελετηθεί τί επιπτώσεις μπορεί να έχει μια τέτοια διάσπαση στο μέλλον της ίδιας της Ευρ. Ένωσης. Κατά περίπτωση οι επιπτώσεις θα έχουν διαφορετικό ειδικό βάρος. Διαφορετικό θα είναι να φύγει η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος από το να φύγει η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Κύπρος.
Η δεύτερη εκδοχή αφορά τα δυνατά μέλη με πρώτη τη Γερμανία και εταίρους τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστρία και τη Φινλανδία. Οι χώρες αυτές αποχωρώντας από την ευρωζώνη θα άφηναν μια καλή «κληρονομιά», ένα νόμισμα με καλό όνομα, στους πρώην εταίρους τους (ώστε με δεδομένο ότι όλοι θα εξακολουθούν να κολυμπούν στην ίδια λίμνη να τους εξασφάλιζαν μια καλή βάση για ένα αισιόδοξο αύριο, παρά την υποτίμηση που θα ήταν αναγκαία να πραγματοποιηθεί) και θα στεγάζονταν κάτω από ένα νέο ισχυρό νόμισμα επιπέδου ελαφρώς ισχυρότερου του σημερινού ευρώ. Έτσι θα μπορούσε να συντηρηθεί μια εταιρική σχέση μεταξύ των δύο ομάδων αποτελουμένων από πρώην εταίρους ισχυροποιημένη ενδεχομένως από μία σταθερή ισοτιμία μεταξύ του ευρώ και του νέου ισχυρότερου νομίσματος των οικονομικώς ισχυροτέρων χωρών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το τρένο της Ευρ. Ένωσης θα συνέχιζε το ταξίδι του, αλλά θα υπήρχαν άλλα βαγόνια για τους μεν και άλλα για τους δε. Υπέρ της αποχώρησης από το ευρώ των ισχυροτέρων οικονομικώς χωρών τάχθηκαν σε σχετική εκδήλωση της δεξαμενής σκέψης «Notre Europe», που έγινε τον Ιανουάριο 2013 στις Βρυξέλλες, πέντε μη ευρωσκεπτικιστές Ευρωπαίοι οικονομολόγοι, οι οποίοι όμως δεν πήραν θέση όσον αφορά την επιλογή ενός νέου νομίσματος ή την υιοθέτηση εθνικών νομισμάτων από αυτές.
(αα) Διάλυση της Ευρ. Ένωσης
Και οι τρεις λύσεις που αναφέρθηκαν περιέχουν τον κίνδυνο να παρασύρουν με τη διάλυση της ευρωζώνης ολόκληρο το «ευρωπαϊκό σπίτι». Με δεδομένη την οικονομική και κοινωνική καταστροφή που έχει επέλθει στις οικονομίες των μεσογειακών χωρών της ζώνης του ευρώ και όχι μόνο, μια επίσημη διάλυση της ευρωζώνης θα έδινε ουσιαστικά το σύνθημα: «Τους ζυγούς λύσατε»! Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, στην όποια εθνική κυβέρνηση από τις χώρες που έπαθαν τα μύρια όσα, με πρώτη την Ελλάδα, να αντισταθεί στην πιθανή κοινωνική πίεση για ανατροπή των στρεβλώσεων που έχει επιβάλει η Ευρ. Ένωση στη λειτουργία των οικονομιών τους. Το τέλος για τα καρτέλ των σούπερ-μάρκετς και τις φθηνές εισαγωγές γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων από το εξωτερικό και ευρύτερα της έλλειψης κρατικής προστασίας της εγχώριας παραγωγής και των καταναλωτών θα ήταν αυτόματο. Τυχόν υποστηρικτές της Ευρ. Ένωσης δεν θα είχαν κανένα ηθικό έρεισμα να υποστηρίξουν μηχανισμούς που βύθισαν τη χώρα στην ύφεση, εξαθλίωσαν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της, δημιούργησαν στρατιές ανέργων και έστειλαν στη μετανάστευση χιλιάδες νέους επιστήμονες, επιτρέποντας από την άλλη μεριά σε ξένους μετανάστες, υπό την προστασία μηχανισμών της Ευρ. Ένωσης, να εγκατασταθούν στις χώρες-μέλη και να δημιουργήσουν πρόσθετα προβλήματα στις ντόπιες κοινωνίες (εγκληματικότητα, προβλήματα υγείας, ελλείμματα στα κοινωνικά ταμεία κ. ά.). Ως εκ τούτου θεωρείται βέβαιο, ότι εφόσον παύσει να υπάρχει για τον κόσμο η αιτία που είχε «αγαπηθεί» η Ευρ. Ένωση, δηλ. η προσδοκία γρήγορου πλουτισμού, θα καταρρεύσει ο μύθος της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης, που μετέτρεψε ελεύθερους ανθρώπους σε κοπάδια καταναλωτών, οι οποίοι αφέθηκαν να χτίσουν όνειρα πάνω σε άμμο.
(ββ) Επιμήκυνση του βίου της Ευρ. Ένωση με μετατροπές
Εναλλακτική εξέλιξη, ασχέτως τύχης του ευρώ, μπορεί να αποτελέσει η προσωρινή επιβίωση της Ευρ. Ένωσης με μετατροπές, που θα έχουν να κάνουν όχι  μόνο με τα συμβαίνοντα στο εσωτερικό της, αλλά, κυρίως, με τις παγκόσμιες εξελίξεις όσον αφορά πρωτίστως τον διεθνή ανταγωνισμό από τις απελευθερωμένες οικονομίες, που στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης αξιοποίησαν συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Συνεπώς, όποια λύση και να προτιμηθεί όσον αφορά το ευρώ, οι συνέπειες στη λειτουργία της Ευρ. Ένωσης θα είναι άμεσα αισθητές, εφόσον θα επηρεάσουν έντονα τις σχέσεις με τους εμπορικούς της εταίρους. Το εργατικό κόστος ως βασικό στοιχείο παίζει όλο και πιο βαρύνοντα ρόλο στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και θεωρείται σχεδόν βέβαιο, ότι σε λίγα χρόνια η Ευρ. Ένωση θα καταφύγει σε περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τις εισαγωγές της. Με πρώτο βιολί στην Ευρ. Ένωση σήμερα τη Γερμανία, τα προϊόντα της οποίας εξαρτώνται κατά ένα 70% από ζήτηση του εξωτερικού, δεν έχουν ακόμη εκφραστεί επισήμως προχωρημένες σκέψεις για λήψη προστατευτικών μέτρων μονομερώς εκ μέρους της Ευρ. Ένωσης. Όταν το πρόβλημα κτυπήσει και την πόρτα της Γερμανίας (εκτιμάται ότι αυτό δεν θα αργήσει να συμβεί) θα καταστεί αναγκαίο να αλλάξει το σκεπτικό των διοικούντων το «ευρωπαϊκό σπίτι» προκειμένου αυτό να μπορέσει να επιβιώσει. Η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου μεταξύ Ευρ. Ένωσης και ΗΠΑ που διαγράφεται στον ορίζοντα είναι ένα πρώτο βήμα συντονισμού και κοινής αμυντικής συσπείρωσης έναντι των εκτός του παραδοσιακού ευρωατλαντικού συνασπισμού ευρισκομένων δυνάμεων, που αναδύθηκαν στον παγκόσμιο οικονομικό στίβο τις πολύ πρόσφατες δεκαετίες.
(γγ) Διάσπαση της Ευρ. Ένωσης
Η διάσπαση της Ευρ. Ένωσης είναι από τις πιο πιθανές εξελίξεις που μπορούν να συμβούν. Το Ην. Βασίλειο έχει περάσει από την απλή ενοχλητική ρητορική σε προχωρημένες σκέψεις, τις οποίες κάνει πλέον φωναχτά. Έχει ήδη αναφερθεί το 2017 ως πιθανή ημερομηνία δημοψηφίσματος για να αποφασίσει αν θα παραμείνει ή θα εγκαταλείψει την Ευρ. Ένωση. Αντίστοιχο σκεπτικισμό εκτιμάται ότι θα εκδηλώσουν και άλλες χώρες του Βορρά με πιθανότερες τις Δανία, Ιρλανδία, Φινλανδία, ενώ οι εξελίξεις στην τρέχουσα κρίση που πλήττει την Ιταλία και την Ισπανία είναι απρόβλεπτες. Η Ισπανία με σημαντικά οφέλη από τα κοινοτικά Ταμεία και αντικειμενικά πιο συντηρητική εκτιμάται, ότι μόνο με ένα εξαιρετικά κακό σενάριο σε σχέση με το ευρώ θα αποφάσιζε την ολική ρήξη, όμως η Ιταλία στέκεται πιο καλά στα πόδια της ως οικονομία και θα έπαιρνε πιο εύκολα μια απόφαση για να συνεχίσει μόνη εκτός Ευρ. Ένωσης. Υπάρχει άλλωστε πιο πρόσφορη πολιτική υποδομή στην Ιταλία, όπως έδειξαν και οι βουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου 2013, ενώ στην Ισπανία είναι σχεδόν ανύπαρκτη η αριστερή πολιτική σκέψη που θα προτείνει ολική ρήξη. Η Ισπανία, πιο εύκολα, μπορεί ως θύμα της κρίσης του ευρώ να πληρώσει την ύφεση και την ανεργία με την απόσχιση της Καταλονίας ή και της Χώρας των Βάσκων και η διάσπαση να είναι εσωτερική και όχι σε σχέση με την Ευρ. Ένωση. Διάσπαση της Ευρ. Ένωσης μπορεί ακόμη να προκληθεί με πρωτοβουλία των οικονομικά ισχυρών χωρών-μελών προκειμένου αυτές να προχωρήσουν σε επόμενη φάση στη δημιουργία μιας νέας ένωσης συμφερόντων, που θα διευκόλυνε και την υιοθέτηση ενός νέου νομίσματος από αυτές.
Συνεπώς, οι εθνικές λύσεις προβάλλουν ως μονόδρομος ακόμα και αν δοθεί κάποια επιμήκυνση όσον αφορά τον οριστικό τερματισμό ύπαρξης της ευρωζώνης. Η Ευρ. Ένωση στα τόσα χρόνια ύπαρξής της δεν κατάφερε να πείσει και δεν δικαιολόγησε την ευφορία και την αισιοδοξία που διάχυτη άνοιγε δρόμους για νέες εντάξεις κρατών όσο καιρό δεν υπήρχαν βοριάδες και καταιγίδες. Με καλό καιρό και κατηφόρα η πορεία συνεχιζόταν ανέμελα. Ο 21ος αιώνας έβαλε όμως δύσκολα και οι Ευρωπαίοι πολίτες, ασχέτως εθνικότητας, άρχισαν να βλέπουν με πιο κριτικό μάτι τα καμώματα της Ευρ. Ένωσης, η οποία εξελίχθηκε σε έναν γραφειοκρατικό στενοκέφαλο γίγαντα που κοστίζει όλο και περισσότερα χρήματα και έχει απομακρυνθεί με ταχύ ρυθμό από τις δημοκρατικές αρχές που τόσο έντονα είχε η ίδια επί δεκαετίες διαφημίσει. Η σημερινή Γερμανία δρα εντός της Ευρ. Ένωσης όπως η Σοβ. Ένωση εντός του διαλυθέντος Ανατολικού Μπλοκ και το Βερολίνο έχει υποκαταστήσει τις Βρυξέλλες ως κέντρο αποφάσεων.
Για την Ελλάδα, η οποία με ανταγωνιστικές αδυναμίες επιθυμεί να προσελκύσει ξένες επενδύσεις τα πλεονεκτήματα της επερχόμενης εθνικής λύσης είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Παρέχοντας δασμολογική προστασία μπορούν ευκολότερα να βρεθούν επενδυτές τόσο από το εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Η ελληνική παραγωγή χρειάζεται προστασία όσο ποτέ άλλοτε. Δεμένη χειροπόδαρα από τους κοινοτικούς περιορισμούς η Ελλάς μετατράπηκε σε ξέφραγο αμπέλι που εισάγει κάθε είδους προϊόντα, βιομηχανικά και αγροτικά, τόσο από χώρες προηγμένης τεχνολογίας όσο και από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας. Η έλλειψη δυνατότητας να ανταγωνιστούν τα φθηνά εισαγόμενα φρούτα και λαχανικά από τη Βόρ. Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Τουρκία, αλλά και τη μεσογειακή Ευρώπη οδήγησε πλήθος Ελλήνων καλλιεργητών στο να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους και να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα και στα άλλα αστικά κέντρα ως πωλητές επίσης εισαγομένων ενδυμάτων, υποδημάτων και άλλων καταναλωτικών προϊόντων, συμμετέχοντας έτσι στη διατήρηση του εμπορικού μας ελλείμματος στα ύψη και τροφοδοτώντας τον φαύλο κύκλο που οδήγησε την Ελλάδα στην πτώχευση. Η Ελλάδα εκτιμάται ότι απελευθερωμένη από τους κάθε είδους κοινοτικούς περιορισμούς και ακολουθώντας μία πολιτική υπεράσπισης κατά προτεραιότητα των δικών της συμφερόντων θα βρει γρήγορα το δρόμο της και θα επανέλθει σε μακροχρόνια πορεία δυναμικής ανάπτυξης.
Γεώργιος Ε. Δουδούμης
Οικονομολόγος – Συγγραφέας 
gdoudoumis@yahoo.com

apo to Infognomon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου